Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Ομιλία Α. Μανιτάκη στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης

Χαίρομαι που βρίσκομαι ενώπιoν σας, ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, και έχω την ευκαιρία να σας ενημερώσω πλήρως και αναλυτικά για όλες τις πτυχές της πολιτικής που έχει χαράξει και εφαρμόζει το Υ.Δ.Μ.&Η.Δ. και για να ανταποκριθώ στο ιδιαίτερο και εύλογο ενδιαφέρον σας για το σύνολο των ζητημάτων που σχετίζονται με τις ρυθμίσεις του Προγράμματος Κινητικότητας και της ενίσχυσης της πειθαρχικής ευθύνης των υπαλλήλων του Δημοσίου όπως κατατέθηκαν και εγκρίθηκαν από το Κοινοβούλιο με το νόμο 4093/2012.
Γνωρίζω ότι η σχετική κοινοβουλευτική διαδικασία, δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα που είχαν τα μέτρα, δεν παρείχε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ουσιαστικός και σε βάθος διάλογος. Ακριβώς για αυτό το λόγο και εξ αφορμής της επιστολής που μου απηύθυνε η κα Χρυσοβελώνη - και την ευχαριστώ γι' αυτό - ανέλαβα την πρωτοβουλία να σας ενημερώσω, στο πλαίσιο αυτής της επιτροπής, καθώς αποτελεί πεποίθησή μου ότι ο διάλογος και η ενημέρωση αποτελούν απαραίτητη συνθήκη για να διαμορφώσουμε το κλίμα νηφαλιότητας και συναίνεσης που απαιτείται, για να προστατευθεί η δημόσια διοίκηση και η αναγκαία μεταρρύθμισή της.

Ξεκινώ αμέσως με την μεγάλη μας παρέμβαση, δηλαδή το Πρόγραμμα Κινητικότητας, που έχει εγείρει πλήθος ερωτημάτων και ενδεχομένως εύλογες επιφυλάξεις.
Θα πρέπει να καταστεί εξαρχής σαφές, ότι η κινητικότητα του ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο τομέα αποτελεί αναπόσπαστο και λειτουργικό στοιχείο της διοικητικής μεταρρύθμισης και όχι μια ευκαιριακή και συγκυριακή πολιτική επιλογή. Άλλωστε, η κινητικότητα στο δημόσιο τομέα δεν αποτελεί κάτι το καινούριο ως έννοια. Το νομοθετικό μας πλαίσιο, ο υπαλληλικός κώδικας κλπ, προβλέπει ήδη δυνατότητες μετακίνησης υπαλλήλων (αποσπάσεις, μετατάξεις κλπ). Στην προηγούμενη όμως μορφή της η κινητικότητα δε λειτούργησε ποτέ ουσιαστικά. Παράλληλα, παγιώθηκε η πεποίθηση ότι ο δημόσιος υπάλληλος παραμένει αμετακίνητος στη θέση που διορίστηκε, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνολικές ανάγκες της δημόσιας διοίκησης, οι δυνατότητες των εργαζομένων, αλλά και οι κανόνες της συνετή διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού.
Δεν θα ήταν άστοχο να αναφερθώ και στο στοιχείο της νόθευσης και καταστρατήγησης στοιχειωδών κανόνων του Κράτους Δικαίου κατά την εφαρμογή των υπηρεσιακών μετακινήσεων όπως αυτές γίνονταν μέχρι πρότινος, καθώς η Διοίκηση δεν μπόρεσε να ανασχέσει τις υπαγορεύσεις του πελατειακού συστήματος. Παράλληλα, η έως τώρα επικρατούσα προσέγγιση κάλυψης των στελεχιακών αναγκών περιοριζόταν στη λύση των προσλήψεων, χωρίς συστηματικό προγραμματισμό, σαφή στοχοθεσία και συχνά στη λογική «τακτοποίησης» κομματικών ημετέρων.
Αυτό μας οδήγησε, εν μέσω κρίσης, να αναμετρηθούμε με μια διοίκηση δυσλειτουργική και αναποτελεσματική, με υπηρεσίες υπερστελεχωμένες και άλλες αντιμέτωπες με σοβαρές στελεχιακές ελλείψεις. Επιπρόσθετα, πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι λιμνάζουν ουσιαστικά αναξιοποίητοι, χωρίς να μπορούν να μετακινηθούν είτε για να καλύψουν ανάγκες της διοίκησης, είτε για να παράξουν έργο αντάξιο των προσόντων και των ικανοτήτων τους.
Όμως η κινητικότητα είναι αναγκαία και για έναν ακόμη λόγο. Με βάση τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας, ο δημόσιος τομέας μειώνεται και αναδιαρθρώνεται. Στο πλαίσιο αυτό, υφίσταται δραστικός περιορισμός των δυνατοτήτων μας για νέες προσλήψεις το 2013 ή πλήρης αναστολή προσλήψεων σε μια σειρά υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, παρατηρούμε αυτή τη στιγμή μαζικότητα στις φυσιολογικές αποχωρήσεις (συνταξιοδοτήσεις) από το δημόσιο. Μόνο για το 2012 υπολογίζουμε ότι θα ξεπεράσουν τις 30.000. Είναι συνεπώς ολοφάνερο ότι οι παράγοντες αυτοί δημιουργούν κενά στελέχωσης που δύσκολα καλύπτονται.
Με αυτά τα δεδομένα και στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, οφείλαμε να καταθέσουμε τεκμηριωμένες και πειστικές προτάσεις για να υπερβούμε ένα ακόμη εμπόδιο: την γνωστή πρόβλεψη του δεύτερου Μνημονίου για 15.000 απομακρύνσεις δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το τέλος του 2012.
Συνεπώς, η κινητικότητα που εξαρχής τέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής μας, κατοχυρώθηκε και στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης ως η μοναδική εφικτή διέξοδος για να πετύχουμε ταυτόχρονα δύο στόχους:
Και να αποφύγουμε μια πολιτική αθρόων, οριζόντιων και άκριτων απολύσεων
Και να απαντήσουμε αποφασιστικά στο πιεστικό και εύλογο αίτημα για ορθολογική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού.

Επομένως, η κινητικότητα, ευθυγραμμισμένη με τους κανόνες του Κράτους Δικαίου, της Διοικητικής Επιστήμης και τις σύγχρονες επιταγές για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού, μπορεί να λειτουργήσει ως πολύτιμο εργαλείο εξορθολογισμού της διοίκησης.
Α) Θα ξεκινήσω αναφερόμενος στην άμεση ενεργοποίηση του Προγράμματος Κινητικότητας για έναν ορισμένο και αντικειμενικά περιορισμένο αριθμό υπαλλήλων, συγκεκριμένων ειδικοτήτων, στην οποία με ένταση έχει εστιαστεί ο δημόσιος λόγος τις τελευταίες ημέρες. Πριν μπω στις ειδικότερες παραμέτρους, οφείλω να επισημάνω τα εξής:
Η άμεση ενεργοποίηση της κινητικότητας, η οποία ούτως ή άλλως αποτελεί εξαρχής άξονα της πολιτικής μας, προέκυψε από την ανάγκη για την ανταπόκριση στις επείγουσες συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας. Αναγνωρίζουμε ότι το πλαίσιο εφαρμογής ήταν ιδιαίτερα πιεστικό κυρίως από πλευράς χρόνου, αλλά κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, για την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής ορθολογικότητας και αντικειμενικότητας της διαδικασίας.
Οι υπάλληλοι που εντάσσονται άμεσα στο Πρόγραμμα Κινητικότητας ανήκουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες και αρχικώς τοποθετήθηκαν στις θέσεις τους χωρίς να αξιολογηθούν οι ανάγκες όλων των φορέων και να ιεραρχηθούν οι αναγκαίες προτεραιότητες. Όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, οι υπάλληλοι αυτοί μετακινούνται από υπηρεσίες κατά τεκμήριο υπερστελεχωμένες, προς άλλες που έχουν επείγουσες ανάγκες σε προσωπικό. Η στόχευσή μας είναι αυτό να συμβεί το συντομότερο δυνατό.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η επιλογή των συγκεκριμένων υπαλλήλων δεν ήταν αυθαίρετη ή ανορθολογική, δεδομένου ότι η επιλογή τους υπαγορεύτηκε από δύο κριτήρια:
1. Ήταν εύλογο να ξεκινήσουμε από όσους δεν είχαν κατά την είσοδό τους στο δημόσιο τομέα αξιολογηθεί ατομικά και
2. Η ειδικότητά τους (διοικητικοί υπάλληλοι) καθιστά ευκολότερη τη μετακίνησή τους καθώς δεν τίθενται ζητήματα υψηλής εξειδίκευσης
Ακούγεται ότι πολλοί από τους υπαλλήλους που εντάσσονται σε αυτό το καθεστώς μπορεί να έχουν διακριθεί για την ποιότητα των υπηρεσιών τους και για τη γενικότερη παρουσία τους στο έως τώρα εργασιακό τους περιβάλλον. Αποδεχόμενοι ότι αυτή η διαπίστωση έχει βάση, θα πρέπει να φροντίσουμε ώστε η όποια γνώση, εμπειρία και ικανότητά τους, θα διατηρηθεί εντός του δημοσίου τομέα και μάλιστα με όρους ορθολογικότερης διαχείρισης. Η ανάγκη αυτή γίνεται επιτακτικότερη ιδιαίτερα σε περιόδους όπου η δημοσιονομική πειθαρχία περιορίζει στην εισροή νέου στελεχιακού αίματος.
Εκείνο που θα πρέπει επίσης να τονίσω στο σημείο αυτό είναι ότι δεν αμφισβητείται ούτε η νομιμότητα της πρόσληψης των συγκεκριμένων υπαλλήλων, ούτε η δυνατότητά τους να προσφέρουν. Το αντίθετο. Καλούνται να προσφέρουν σε υπηρεσίες όπου έχουμε διαπιστώσει κενά που πρέπει να καλυφθούν επειγόντως. Σημειώστε ότι οι άνθρωποι αυτοί καλούνται να καλύψουν ανάγκες σε υπηρεσίες που εξυπηρετούν άμεσα τον πολίτη. Θα σας φέρω μερικά μόνο παραδείγματα:
Στην προστασία του πολίτη: Είμαστε αντιμέτωποι με πάγωμα προσλήψεων. Πρέπει λοιπόν οι ένστολοι που απασχολούνται σε διοικητικές υπηρεσίες να αντικατασταθούν, ώστε να αναλάβουν αστυνομικά καθήκοντα.
Στην Παιδεία: Πέρυσι γίνανε 12.000 έκτακτες προσλήψεις. Φέτος μπορούν να γίνουν μόνο 2.000. Πρέπει άμεσα οι εκπαιδευτικοί που καλύπτουν διοικητικές θέσεις να γυρίσουν στα σχολεία. Αλλά ακόμα και στα πανεπιστήμια. Διοικητικοί υπάλληλοι που πλεονάζουν, να βοηθήσουν τις διευθύνσεις εκπαίδευσης.
Στην Τοπική αυτοδιοίκηση που τόσος λόγος γίνεται αυτές τις ημέρες: Είμαστε αντιμέτωποι και εδώ με πάγωμα προσλήψεων υπαλλήλων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ταυτόχρονα βλέπουμε κλειστά ΚΕΠ, δήμους με ελάχιστο προσωπικό, πολίτες να ταλαιπωρούνται.
Στην Υγεία: Υπάλληλοι που θα μπορούσαν να μεταφερθούν άμεσα στα πληρώματα του ΕΚΑΒ ως τραυματιοφορείς, ώστε να αντεπεξέρχονται σε έκτακτες ανάγκες, βρίσκονται σε γραφεία για να καλύψουν διοικητικές ανάγκες. Άλλο παράδειγμα, μόλις χθες, ο πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ κ. Παπαγεωργόπουλος ενημέρωσε σε δραματικούς τόνους τη Βουλή ότι ο οργανισμός έχει τεράστια κενά σε διοικητικούς υπαλλήλους: κάθε διοικητικός υπάλληλος καλείται να εξυπηρετήσει 9.000 ασφαλισμένους. Ο δε αναπληρωτής υπουργός Υγείας κ. Σαλμάς έχει ήδη ζητήσει από το Υπουργείο μας την άμεση τοποθέτηση στον ΕΟΠΥΥ υπαλλήλων που εντάσσονται στο Πρόγραμμα Κινητικότητας.
Κάνουμε το προφανές και αυτονόητο. Ενισχύουμε τους κρίσιμους αυτούς τομείς με το απαραίτητο προσωπικό, αντλώντας ανθρώπινους πόρους από υπηρεσίες με λιγότερες ανάγκες. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κρίσιμες υπηρεσίες για την ολοένα δυσκολότερη καθημερινότητα του πολίτη χρειάζονται προσωπικό ΑΜΕΣΑ. Όχι για να λειτουργήσουν καλύτερα, αλλά συχνά απλώς για να λειτουργήσουν.
Στόχος μας είναι η διαδικασία της μετακίνησής των συγκεκριμένων υπαλλήλων να ολοκληρωθεί άμεσα και με όλα τα εχέγγυα αντικειμενικότητας, μακριά από κάθε ρουσφετολογική πρακτική. Εκείνο που επιχειρείται με τη μέγιστη δυνατή προσοχή και σύνεση στην παρούσα φάση, είναι η καλύτερη δυνατή αποτύπωση και αποτίμηση των τυπικών προσόντων των συγκεκριμένων υπαλλήλων. Πρόκειται για μια επιλογή που προσφέρει ασφάλεια δικαίου, καθώς εστιάζει στα αντικειμενικώς μετρήσιμα και άμεσα διαπιστώσιμα προσόντα του υπαλλήλου. Μέριμνα ασφαλώς λαμβάνεται για τον συνυπολογισμό και άλλων παραμέτρων, με τη μορφή των λεγόμενων κοινωνικών και βιοτικών κριτηρίων, ώστε να εξασφαλιστεί μια εξισορρόπηση των τελικών αποφάσεων και να καταδειχθεί ότι υφίσταται η πρόθεση για την αντιμετώπιση του υπό μετακίνηση υπαλλήλου, πρωτίστως ως ανθρώπινου όντος και όχι ως αναλώσιμης μονάδας.
Για το λόγο αυτό, η κρίση για τις μετακινήσεις και τις νέες τοποθετήσεις των υπαλλήλων αυτών έχει τα θεσμικά εχέγγυα του Τριμελούς Συμβουλίου του άρ. 5 παρ. 3 ν. 4024/2011, που αποτελείται από εκπροσώπους του ΑΣΕΠ, του ΥΔΜΗΔ και του ΥπΟικ.

Παράλληλα, έχουμε ζητήσει και ήδη συγκεντρώνουμε τα σχετικά στοιχεία για την κάλυψη των στελεχιακών αναγκών. Διαπιστώνουμε ότι τα κενά είναι μεγάλα και η κάλυψή τους επιτακτική. Γι' αυτό είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε όλοι, τόσο εσείς όσο και η διοίκηση, αλλά και οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των εργαζομένων ότι όσο πιο γρήγορα ολοκληρωθεί αυτό το πρώτο κύμα κινητικότητας, αφ' ενός τόσο πιο γρήγορα θα καλυφθούν επείγουσες υπηρεσιακές ανάγκες και αφ' ετέρου οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι θα απεγκλωβιστούν από το καθεστώς της διαθεσιμότητας και θα αποκατασταθεί η πρόσκαιρη μισθολογική τους υποβάθμιση.
Β) Αυτή η παρέμβαση αποτελεί ένα προοίμιο του συνολικότερου σχεδιασμού μας. Από το 2013, η κινητικότητα του προσωπικού θα αποτελεί μια παγιωμένη και πλήρως λειτουργική διοικητική πρακτική.
Η διαπίστωση των ελλειμμάτων στα οποία αναφέρθηκα νωρίτερα, πιστοποιεί με τρόπο κατηγορηματικό την ανάγκη και την ωρίμανση των συνθηκών για την πορεία της Δημόσιας Διοίκησης προς την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης, με όρους επιστήμης και διοίκησης, προσέγγισης στη διαχείριση των ανθρώπων της.
Και επιλέγω στοχευμένα τον όρο «ανάπτυξη» γιατί είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι η ίδια η Διοίκηση, θα πρέπει να αναλάβει συνειδητά και συντεταγμένα την ευθύνη και την κυριότητα αυτής της διαδικασίας. Να διαμορφώσει ένα πλαίσιο που θα στηρίζεται στη συνέργεια του συνόλου των διοικητικών της κλιμακίων και των εργαζομένων της. Οποιαδήποτε προσέγγιση που κινείται σε λογικές άτσαλης και άκριτης εφαρμογής πρακτικών από άλλα πλαίσια, χωρίς προηγούμενη εσωτερική ζύμωση και προπαρασκευή είναι απλώς καταδικασμένη σε αποτυχία.
Γ) Η τρίτη παρέμβασή μας αφορά στη διεύρυνση της πειθαρχικής ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων και στον εξορθολογισμό και την αποτελεσματικότητα της πειθαρχικής διαδικασίας, προκειμένου να αποκαταστήσουμε και να διαφυλάξουμε το γόητρο της δημόσιας διοίκησης, αλλά και να προστατέψουμε τη συντριπτική πλειοψηφία των δημοσίων λειτουργών από τη φθορά μιας γενικευμένης απαξίωσης, που συμπυκνώνεται στο γνωστό αφορισμό «κανείς δεν λογοδοτεί και δεν τιμωρείται». Η σκανδαλώδης ατιμωρησία δεν μπορεί πλέον να γίνει ανεκτή.
Με τις ρυθμίσεις του ν. 4093/2012 ενισχύονται υπάρχοντες θεσμοί, και ολοκληρώνεται η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του πειθαρχικού δικαίου. Επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα για την αυτοδίκαιη και τη δυνητική αργία σε ολόκληρο το δημόσιο τομέα.
Με την αργία επιτυγχάνεται η άμεση, προσωρινή απομάκρυνση των υπαλλήλων από την υπηρεσία, μέχρι να κριθούν οριστικά από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα ή δικαστήρια οι πράξεις που τους αποδίδονται. Η αργία δεν αποτελεί προκαταβολή ποινής, ούτε προοικονομεί την εξέλιξη της πειθαρχικής διαδικασίας. Αποτελεί διοικητικό μέτρο που αποβλέπει στην προστασία του θεσμικού κύρους της υπηρεσίας και του δημοσιοϋπαλληλικού λειτουργήματος και στην ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη δημόσια διοίκηση.
H πειθαρχική διαδικασία - που χωρεί ανεξάρτητα και αυτοτελώς από την ποινική διαδικασία - κινείται άμεσα, ώστε και η εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας να αποκαθίσταται και να διασφαλίζεται το δικαίωμα του πειθαρχικώς διωκομένου υπαλλήλου για ταχεία και δίκαιη πειθαρχική κρίση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πρόταξη του συμφέροντος της υπηρεσίας δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθη ισόρροπη μέριμνα για την προστασία του υπαλλήλου που διώκεται πειθαρχικά. Η προστασία την οποία προέβλεπαν οι προηγούμενες ρυθμίσεις διευρύνεται με τη θεσμοθέτηση διοικητικής διαδικασίας, παράλληλα με τη δικαστική.
Προϋποθέσεις επιτυχίας του εγχειρήματος
Ας συμφωνήσουμε όλοι σε μερικές βασικές διαπιστώσεις.
Ότι, καταρχήν, δεν είναι δυνατόν οι πολίτες της χώρας να δοκιμάζονται σήμερα σκληρά από την κρίση και τις πολιτικές λιτότητας, να βαρύνονται με επαχθείς φόρους, και να βλέπουν τους δημόσιους πόρους να κατασπαταλώνται σε υπηρεσίες και δομές ανορθολογικές, δυσκίνητες και τελικά μη αποδοτικές για το κοινωνικό σύνολο.
Δεν είναι δυνατό να διαπιστώνουμε όλοι την ανορθολογική κατανομή του προσωπικού σε όλο το φάσμα του δημοσίου τομέα αλλά να μην κάνουμε αποφασιστικά βήματα για την αντιμετώπισή της.
Δεν είναι δυνατό να διαπιστώνονται επείγουσες ανάγκες στελέχωσης, σε κοινωνικά ευαίσθητες και κρίσιμες υπηρεσίες, και να μην καλύπτονται άμεσα με προσωπικό από εκεί όπου πλεονάζει.
Δεν είναι δυνατό να αρνούμαστε να εφαρμόσουμε αποτελεσματικά νόμους που ήδη υπάρχουν ώστε να απομακρυνθούν από το σώμα της διοίκησης κάποιοι διαπιστωμένα ανεπαρκείς υπάλληλοι ή να απομονωθούν άλλοι που βαρύνονται με σοβαρότατα αδικήματα, συνεχίζοντας να δυσφημούν τη συντριπτική πλειονότητα των δημόσιων λειτουργών.
Κατά συνέπεια, η ευθύνη για την επιτυχία του μεγάλου εγχειρήματος της μεταρρύθμισης της ελληνικής δημόσιας διοίκησης βαραίνει όλους: τους δημοσίους υπαλλήλους, τους συνδικαλιστικούς τους εκπροσώπους, τους πολίτες, αλλά κυρίως το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του.
Όπως όλοι -λιγότερο ή περισσότερο- έχουμε ευθύνες για τις παθογένειες και τις ανορθολογικές καταστάσεις που εκτράφηκαν στο ελληνικό δημόσιο όλα αυτά τα χρόνια, αντίστοιχα έχουμε σήμερα αυξημένη ευθύνη, και πριν από όλους το ίδιο το πολιτικό σύστημα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, να αντιμετωπίζουμε θαρραλέα αυτές τις χρόνιες στρεβλώσεις.
Το ίδιο το σώμα της Διοίκησης θα πρέπει να ενστερνιστεί την αναγκαιότητα της κινητικότητας και να συμβάλλει συνειδητά στη λειτουργικότητα και την αποδοτικότητα των μονάδων υποδοχής, την ομαλή ένταξη των μετακινούμενων υπαλλήλων στο νέο εργασιακό τους περιβάλλον, ώστε να καταστούν άμεσα λειτουργικοί κυρίως για τον τελικό αποδέκτη των παρεχόμενων υπηρεσιών, δηλαδή τους συναλλασσόμενους έλληνες πολίτες.
Δε θα πρέπει να παραληφθεί και μια αναφορά στο γεγονός ότι σε αυτή μας την προσπάθεια φροντίζουμε να αξιοποιούμε την τεχνογνωσία και την εμπειρία που μας προσφέρουν ως έμπρακτη στήριξη οι ευρωπαίοι εταίροι μας και η Task Force - προερχόμενες ιδίως από χώρες που πρωτοπορούν στον τομέα της διοικητικής οργάνωσης όπως η Γαλλία. Ωστόσο την πολύτιμη αυτή πείρα την προσαρμόζουμε στον δικό μας σχεδιασμό, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και το πλέγμα των περιορισμών που επιβάλλει η συγκεκριμένη συγκυρία.
Μπορούμε με τις δικές μας δυνάμεις να κάνουμε αποφασιστικά βήματα για τη διαμόρφωση μιας δημόσιας διοίκησης ευρωπαϊκού επιπέδου, που θα αποτελέσει μοχλό ανασυγκρότησης της χώρας και αποκατάστασης της ισότιμης θέσης της ανάμεσα στους ευρωπαίους εταίρους της. Τη δική τους έμπρακτη αλληλεγγύη την ζητάμε και τη χρειαζόμαστε εξίσου. Είναι αναγκαίο να αξιοποιούμε όλες τις δυνάμεις που θέλουν και μπορούν να μας συνδράμουν στην Ευρώπη. Και είναι εξίσου αναγκαίο να καλλιεργούμε την πολιτική ενότητα και συναίνεση στο εσωτερικό της χώρας για τις απαραίτητες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που ζητά η κοινωνία.
Αποδεχόμενος λοιπόν, την εύλογη κριτική στάση που μπορείτε και οφείλετε να τηρείτε απέναντι στην πολιτική που εφαρμόζεται, σας καλώ να συμβάλλετε ουσιαστικά, με προτάσεις και σε κλίμα νηφαλιότητας και συναίνεσης, ώστε να αλλάξουμε παγιωμένες νοοτροπίες χρόνων. Να εκριζώσουμε φαινόμενα πελατειακής συνδιαλλαγής, κομματοκρατίας, αλλά και ανορθολογισμού και προχειρότητας, που υπονομεύουν και δυσφημούν τη δημόσια διοίκηση και τους ανθρώπους της. Να συμβάλλετε ώστε μαζί να μετασχηματίσουμε το διοικητικό μηχανισμό. Να αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο τρόπο το έμψυχο δυναμικό του και να αναδείξουμε τις δυνατότητές του. Να αναβαθμίσουμε τις παρεχόμενες υπηρεσίες του. Και κυρίως να αποδείξουμε στους πολίτες, που δοκιμάζονται σκληρά από την κρίση και τη λιτότητα, ότι οι οικονομικοί πόροι που συνεισφέρουν δεν πάνε χαμένοι, αλλά αξιοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο για το καλό του συνόλου και για τον κάθε έναν ξεχωριστά.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ανοικτή κοινωνία ή βαρβαρότητα

Των Μάνου Ματσαγγάνη, Γιώργου Σιακαντάρη και Δημήτρη Σκάλκου,
NEA, 13.11.12
 
 
Οι πρόσφατες εικόνες εντός και εκτός της Βουλής των Ελλήνων που συνόδευσαν την ψήφιση του Μνημονίου 3 έδειξαν ότι από πλευράς «πολιτικού πολιτισμού» η συμπεριφορά της πολιτικής ελίτ δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αυτήν του πλήθους. Η περιφρόνηση της νομιμότητας, η λεκτική οξύτητα, οι προσωπικές επιθέσεις, η συνθηματολογία, ο λαϊκισμός της γλώσσας - αυτά είναι συμπτώματα μιας χώρας άρρωστης και μιας πολιτικής τάξης κατώτερης των περιστάσεων. Η σημερινή οικονομική κρίση αποτέλεσε το έναυσμα, όχι την αιτία της έκρηξης. Στην πραγματικότητα, η κρίση απελευθέρωσε ένα υπαρκτό απόθεμα βίας, κυνισμού, κοινωνικής ανευθυνότητας και επιθετικού τυχοδιωκτισμού, το οποίο σιγόβραζε για δεκαετίες, θαμμένο (όχι πολύ βαθιά) κάτω από τους πακτωλούς των δανεικών χρημάτων και των κοινοτικών πόρων. Τα τεράστια ποσά που συνέρευσαν την προηγούμενη περίοδο τα διαχειρίστηκε ένα κράτος σπάταλο, πελατειακό και συνάμα ανεξέλεγκτο - για λογαριασμό μιας ανέτοιμης αλλά φιλόδοξης και κάποτε άπληστης κοινωνίας. Η σημερινή αποκαρδιωτική κατάσταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εικόνα της ίδιας αυτής κοινωνίας με άδειες τσέπες. Μιας κοινωνίας από τους όρους συγκρότησης της οποίας απουσιάζουν τα γνωρίσματα και οι αρχές που συνιστούν το αξιακό πλαίσιο των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών: η ανοχή στην αντίθετη άποψη, η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, η επίπονη άσκηση στον νηφάλιο διάλογο, η διαρκής επιδίωξη του πλουραλισμού και η πίστη στην αναζήτηση της αλήθειας, ως εργαλεία οικοδόμησης πολιτικής συναίνεσης και ως θεμέλια κοινωνικής συνύπαρξης.

Τα μέτρα που ψηφίστηκαν είναι πράγματι επώδυνα. Ακόμη χειρότερα, ο ακραίος κοινωνικός εγωισμός των ευνοημένων ομάδων (και η συνθηκολόγηση των πολιτικών στις πιέσεις τους) εμπόδισαν για ακόμη μία φορά τη δίκαιη κατανομή των βαρών. Ομως η έγκριση των μέτρων ήταν αναγκαία. Βραχυπρόθεσμα, για την εξασφάλιση της απρόσκοπτης χρηματοδότησης της ουσιαστικά χρεοκοπημένης ελληνικής οικονομίας. Μακροπρόθεσμα, για την απομάκρυνση της προοπτικής της ολικής καταστροφής, ως αναπόφευκτη συνέπεια μιας άτακτης χρεοκοπίας της χώρας.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι αντιφιλελεύθερες και αντιδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις γλυκοκοιτάζουν τη χρεοκοπία. Γνωρίζουν ότι το κουβάρι των δημοκρατικών θεσμών ξηλώνεται πόντο-πόντο. Κινούνται στο περιθώριο του δημοκρατικού πολιτεύματος, εκμεταλλευόμενοι τις «ρωγμές» του πολιτικού συστήματος προκειμένου να τις μετατρέψουν σε χάσματα. Σε αυτά τους τα σχέδια τους διευκολύνει το γεγονός πως απέναντι στη μονομέρεια του Μνημονίου και των προτάσεων της τρόικας δεν έχει προβληθεί ένα θετικό και ρεαλιστικό σχέδιο αλλαγής του παραγωγικού και  προνοιακού  μας μοντέλου. Ενα μοντέλο που να δίνει το στίγμα των μελλοντικών αλλαγών που θα ανακουφίσουν όσους υποφέρουν σήμερα χωρίς να φταίνε. Γιατί η κοινωνία όντως υποφέρει - και υποφέρει διπλά: από τα μέτρα και από τους πάσης φύσεως δημαγωγούς.
Η κοινωνία όμως υποφέρει και από τη σύγχυση της ταύτισης των άκρων. Η βία είναι καταδικαστέα από όπου και αν προέρχεται, πάντοτε. Ομως, ανάμεσα στις αντιδημοκρατικές πρακτικές της Ακρας Αριστεράς και στη δηλητηρίαση των δημοκρατικών θεσμών που υπόσχεται η Ακρα Δεξιά υπάρχει ποιοτική διαφορά.
Οταν το παρελθόν δεν φωτίζει το μέλλον το παρόν σκοτεινιάζει, έγραφε ο Αλέξις ντε Τοκβίλ. Και, πραγματικά, η νεότερη ευρωπαϊκή και ελληνική πολιτική ιστορία δείχνει καθαρά ότι ο δρόμος προς τη βαρβαρότητα υπήρξε πάντοτε απότομος και γλιστερός. Γι' αυτό, το πραγματικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει το πολιτικό μας σύστημα δεν είναι το χιλιοειπωμένο «Μνημόνιο ή αντι-Μνημόνιο», αλλά «ανοιχτή κοινωνία ή βαρβαρότητα».

Χρέος των δυνάμεων της ευθύνης και της δημοκρατίας είναι να μην υποχωρήσουν στις περισσότερο ή λιγότερο απροκάλυπτες επιθέσεις κατά του κοινοβουλευτισμού, κατά του μετριοπαθούς και μετρημένου πολιτικού λόγου, κατά της ανοχής στη διαφορετική άποψη.
Χρέος σήμερα των σοσιαλδημοκρατών, φιλελεύθερων και αριστερών δημοκρατών είναι να αντισταθούν στην  ομηρεία και στον εκβιασμό, στους οποίους ακραίες δυνάμεις επιχειρούν να υποβάλουν το πολιτικό σύστημα. Διαφορετικά η Ελλάδα δεν θα χάσει απλώς τα προκλητικά προνόμια των ευνοημένων κοινωνικών ομάδων και οργανωμένων συντεχνιών. Θα στερηθεί τους αναγκαίους όρους πολιτικής συνεννόησης, κοινωνικής ειρήνης και οικονομικής ευημερίας. Θα μεταμορφωθεί σε ακυβέρνητη χώρα και σε αποτυχημένο κράτος. Και τελικά θα χάσει την ίδια την ψυχή της.

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Υπάρχει εναλλακτική πολιτική πρόταση σήμερα για την αντιμετώπιση του ελλείμματος και του χρέους της χώρας;

του Κώστα Χαϊνά

 Πέρασαν τρία περίπου χρόνια από το 2009 που η χώρα μας εισήλθε στη στενωπό της κρίσης. Στο τέλος του 2009 μας έλειπαν περίπου 25 δισ. ευρώ από τα ταμεία μας για να καλύψουμε τις ανάγκες μας. Το έλλειμμα βέβαια αυτό μπορεί να ήταν από τα μεγαλύτερα της τελευταίας δεκαετίας, αλλά γενικά δεν ήταν άγνωστο σε όσους παρακολουθούσαν τα δημοσιονομικά της χώρας, παρ’ όλες τις προσπάθειες αλλοίωσης των στοιχείων που επιδίδονταν οι κρατούντες για να κοροϊδεύουν τους «κουτόφραγγους».  Απλά μέχρι τότε το χρήμα στις αγορές έρεε άφθονο και ο διεθνής δανεισμός της χώρας ήταν σχετικά φτηνός. Όμως μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007 οι αγορές «μαζεύτηκαν» και ο δανεισμός έγινε ακριβός για τη χώρα μας και με τα δημοσιονομικά δεδομένα του 2009, απαγορευτικός. Και δεν είναι τυχαίο ότι η κρίση δεν επηρέασε το ίδιο όλες τις χώρες. Η χώρα μας όπως και μια σειρά άλλοι αδύνατοι κρίκοι του συστήματος, κτυπήθηκαν περισσότερο. Ένα επιχείρημα που άκουσα είναι ότι δεν φταίει η χώρα μας για την κρίση, αφού είναι παγκόσμια και χτύπησε την πόρτα και άλλων χωρών. Ναι, ασφαλώς η κρίση έχει την παγκόσμια και ευρωπαϊκή της διάσταση, για τις οποίες δεν μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι. Πρέπει να είμαστε παρόντες και να συμμετέχουμε στις άμεσες μελλοντικές ευρωπαϊκές διαδικασίες που θα διαμορφώσουν τους όρους αντιμετώπισης της κρίσης και του δημόσιου χρέους της κάθε χώρας, υπέρ των λαών και των κοινωνιών. Γι αυτό είναι στρατηγικής σημασίας η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη στην προοπτική μιας δημοκρατικής ολοκλήρωσης και ομοσπονδοποίησης της. Γιατί μόνη της η χώρα μας, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει προκλήσεις με παγκόσμια διάσταση. Αυτή είναι η μια πλευρά. Η άλλη πλευρά όμως, που αποκρύπτουν τεχνηέντως κάποιοι, είναι οι ενδογενείς αιτίες που συνδέονται με την κρίση στην κάθε χώρα ξεχωριστά. Δηλαδή το πως εκδηλώνεται σε κάθε χώρα η κρίση, έχει να κάνει με το επίπεδο της οικονομίας της κάθε χώρας, με τις ασφαλιστικές δικλείδες που διαθέτει για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων και με άλλα σημαντικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν μια σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία και κοινωνία. Και στον τομέα αυτό η χώρα μας ήταν τελείως απροετοίμαστη. Οι πολιτικές που είχαν ασκήσει για τριάντα οκτώ χρόνια το πολιτικό σύστημα του χτεσινού δικομματισμού, είχε δημιουργήσει μια τεράστια γραφειοκρατική κρατικοδίαιτη οικονομία, με υποβαθμισμένες και καταρρέουσες παραγωγικές δομές και με ένα πελατειακό κομματοκρατούμενο δημόσιο τομέα. Αντικειμενικά λοιπόν μια χώρα με αυτά ως δεδομένα ήταν πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσει με ιδία μέσα τις προκλήσεις που δημιούργησε η κρίση. (Το ενδεχόμενο να τα  καταφέρουμε μόνοι μας, εάν ετίθετο ένα τέτοιο ερώτημα μέσω ενός δημοψηφίσματος το 2010, δεν εξετάσθηκε. Προσωπικά θα προτιμούσα, εάν η κοινωνία ήθελε και το πολιτικό σύστημα μπορούσε, να επιλέξουμε εμείς οι ίδιοι τις οδυνηρές περικοπές που απαιτούνται για την αντιμετώπιση του ελλείμματος, δεσμευόμενοι με ένα δικό μας μνημόνιο, χωρίς να χρειαστεί να απευθυνθούμε στους ευρωπαίους εταίρους μας). Έτσι η χώρα για να μπορέσει να διασφαλίσει την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της, απευθύνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΔΝΤ. Έτσι υπογράφεται το 1ο μνημόνιο και στην συνέχεια το 2ο και πριν λίγες μέρες το 3ο μνημόνιο. Υπάρχουν κάποια ερωτήματα εάν τότε, το 2010 δηλαδή, υπήρχε εναλλακτική λύση απέναντι στο μνημόνιο. Ίσως υπήρχαν κάποια περιθώρια κάποιων διαφοροποιήσεων, αλλά έχω τη γνώμη ότι, αφού η γενική πολιτική επιλογή ήταν η αντιμετώπιση του προβλήματος μας εντός ευρωζώνης, δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια διαφοροποίησης. Αλλά για να μην παριστάνουμε τους εκ των υστέρων προφήτες, ας αφήσουμε την ιστορία να αποδείξει αν ήταν μονόδρομος, η επιλογή που προκρίθηκε το 2010 ή υπήρχαν καλύτερες εναλλακτικές λύσεις για τη χώρα μας, χωρίς να διακινδυνεύσουμε τη συμμετοχή μας στην ευρωζώνη. Γιατί ασφαλώς υπήρχε εναλλακτική στρατηγική τότε, όπως υπάρχει και σήμερα, δηλαδή η έξοδος από το ευρώ, η κυκλοφορία δικού μας νομίσματος και η διαχείριση του ελλείμματος και του χρέους με δική μας καθαρά ευθύνη. Το θέμα όμως είναι, ότι αυτή την εναλλακτική πολιτική στρατηγική την υποστήριζε και την υποστηρίζει σήμερα, μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα του πολιτικού συστήματος και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 την απέρριψε η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Άρα η συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας θέλει λύση για το θέμα του χρέους και τους ελλείμματος εντός της ευρωζώνης. Ίσως καταλαβαίνει, ότι κάθε άλλη επιλογή εκτός ευρωζώνης, δεν θα αποτελεί απλά μια επώδυνη επιλογή, όπως η σημερινή που ακολουθεί η χώρα μας, αλλά η συνταγή μιας ολοκληρωτικής καταστροφής.

Όμως το πρόβλημα του χρέους δεν είναι το ίδιο με το πρόβλημα του ελλείμματος. Κάποιοι τα συγχέουν σκόπιμα για να δημιουργούν εντυπώσεις. Ή δεν μιλάνε καθόλου για το έλλειμμα. Το χρέος είναι ένα πρόβλημα που αφορά ασφαλώς τη χώρα μας, αφορά όμως και τις άλλες χώρες της ευρωζώνης και του κόσμου ολόκληρου, αλλά είναι ένα πρόβλημα που μπορούμε να συνυπάρχουμε μαζί του μακροπρόθεσμα αρκεί να είναι βιώσιμο. Τώρα τι σημαίνει βιώσιμο, είναι ένα άλλο θέμα. Γιατί υπάρχουν χώρες που έχουν μεγαλύτερο χρέος από το δικό μας και όμως μια χαρά δανείζονται από τις αγορές, γιατί οι οικονομίες τους έχουν στοιχεία πολύ καλύτερα από τα δικά μας. Το έλλειμμα όμως, είναι ένα πρόβλημα που το ύψος του έχει μεγάλη σημασία και δεν μπορεί να αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό κάθε ετήσιου προϋπολογισμού του Κράτους. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να δανειζόμαστε κάθε χρόνο για να καλύψουμε βασικές μας ανάγκες, όπως μισθούς και συντάξεις. Ένα σοβαρό Κράτος πρέπει να φροντίζει να καλύπτει τις δαπάνες του με τα έσοδα του, χωρίς δανεισμό και με το πλεόνασμα να εξοφλεί το χρέος του. Και αν δανειστούμε θα το κάνουμε όταν θέλουμε να χρηματοδοτήσουμε ένα μεγάλο επενδυτικό έργο που θα μας αποδώσει μακροπρόθεσμα. Αυτό δεν κάνουμε στο σπίτι μας, εάν δεν θέλουμε να έχουμε μπλέξιμο με τις Τράπεζες; Αν κάθε μήνα μπαίνουμε μέσα θα αναγκαζόμαστε κάθε τόσο να δανειζόμαστε με αποτέλεσμα κάποια μέρα η Τράπεζα να αρνηθεί να μας δανείσει, οπότε δεν θα έχουμε για να καλύψουμε τις βασικές μας ανάγκες. Αυτό είναι το πρόβλημα και με τη χώρα μας. Τα έσοδά μας δεν φτάνουν να πληρώσουμε πρωτογενείς μας ανάγκες, δηλαδή μισθούς, συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα. Οπότε για να τις καλύψουμε εφόσον τα έσοδά μας είναι δεδομένα, είτε θα δανειστούμε είτε θα τις περιορίσουμε. Ασφαλώς μακροπρόθεσμα μπορούμε να δούμε να αυξήσουμε τα έσοδα. Να πατάξουμε τη φοροδιαφυγή, να φορολογήσουμε το μαύρο χρήμα, να μην επιτρέπουμε να χάνονται λίστες Λαγκάρντ, να ολοκληρώσουμε την ηλεκτρονική συνταγογράφηση και τις ηλεκτρονικές προμήθειες του Κράτους, να καταργήσουμε προκλητικά προνόμια, όπως των καλόπαιδων υπαλλήλων της Βουλής, τη βιτρίνα του πελατειακού κομματικού μας συστήματος, να φτιάξουμε επιτέλους περιουσιολόγιο και να φορολογούνται δίκαια όλοι και άλλα πολλά που περιγράφονται στο τρέχον μνημόνιο, αλλά δυστυχώς κάποιοι σφόδρα αντιμνημονιακοί τα αρνούνται συμπαρατασσόμενοι με τις αντιστεκόμενες συντεχνίες που δεν θέλουν να χάσουν τα προνόμιά τους. Και ένας λόγος που κάποια μέτρα από τα πρόσφατα ψηφισθέντα, είναι επώδυνα και άδικα για κάποια κοινωνικά στρώματα που δοκιμάζονται σήμερα, είναι γιατί το πολιτικό σύστημα μέχρι σήμερα δεν προχώρησε στις περικοπές άδικων προνομίων σε κάποιες κρατικοδίαιτες συντεχνίες και στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις τρία χρόνια τώρα και προτιμά τις εύκολες λύσεις, δηλαδή τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων.

Με το δεδομένο αυτό ας δούμε λοιπόν τι επιλογές έχουμε εντός της ευρωζώνης. Είχαμε επιλογή να αρνηθούμε την υπογραφή του τελευταίου μνημονίου ; Μάλλον όχι εφόσον επιλέξαμε να αντιμετωπίσουμε τη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας εντός της ευρωζώνης. Ας δούμε όμως πρώτα όμως τι είναι ένα μνημόνιο. Είναι ένα κείμενο που συνοδεύει τη δανειακή σύμβαση που περιγράφει τα μέτρα που συμφωνούνται ανάμεσα στα δύο μέρη μετά από διαπραγματεύσεις. Δηλαδή ουσιαστικά είναι οι όροι της δανειακής σύμβασης. Κάποιοι βάζουν τα λεφτά τους και κάποιοι άλλοι τα παίρνουν και υπογράφουν μια σύμβαση με κάποιους όρους που συμφωνούνται από κοινού. Αυτό είναι το μνημόνιο. Άρα δεν υπάρχει περίπτωση να δανειστούμε χρήματα χωρίς να υπογράψουμε δανειακή σύμβαση, δηλαδή μνημόνιο. Κανένας δεν πετάει τα λεφτά του στον αέρα. Κάποιοι, όταν λένε ότι θα καταργήσουν τα μνημόνια, μάλλον εννοούν ότι θα καταργήσουν το υπογεγραμμένο μνημόνιο από τη σημερινή Κυβέρνηση και θα υπογράψουν κάποιο άλλο, που κατά τη γνώμη τους θα είναι καλύτερο για τη χώρα. Και αν είναι προδοτική –όπως λένε κάποιοι αριστεροί- η υπογραφή του νέου μνημονίου από την Κυβέρνηση, στην Κύπρο που η αριστερή Κυβέρνηση ετοιμάζεται να υπογράψει το δικό της μνημόνιο, είναι και αυτή προδοτική;  Δεν μπορώ να σκεφτώ τι περισσότερο θα μπορούσαν να διεκδικήσουν που δεν το διεκδίκησε η παρούσα Κυβέρνηση. Ας πούμε ότι είχαμε τη δυνατότητα να διεκδικήσουμε περισσότερα. Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί δεν μπήκαν και αυτοί στην Κυβέρνηση Εθνικής Ευθύνης, αφού πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην εθνική προσπάθεια ; Γιατί προτίμησαν να μείνουν στα κεραμίδια και απλά να καταγγέλλουν τη μνημονιακή Κυβέρνηση; Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι ακολουθούν τη γνωστή συνταγή, δηλαδή αφήνουν τους άλλους να βγάλουν «το φίδι από την τρύπα», εκτιμώντας ότι έτσι θα κερδίσουν από τη δυσαρέσκεια των πολιτών για τα μέτρα. Όμως πρέπει να ξέρουν ότι οι πολίτες μπορεί στη συγκυρία να δυσανασχετούν με τα μέτρα, αλλά μακροπρόθεσμα κρίνουν και αξιολογούν τις πολιτικές δυνάμεις όχι για τις εύκολες επιλογές, αλλά κυρίως για τις δύσκολες. Και τα δύσκολα είναι σήμερα. Και κάποιοι είναι απόντες. Και αυτό θα κριθεί.

Τα επώδυνα μέτρα που περιγράφονται στο νέο μνημόνιο αφορούν την αντιμετώπιση του δικού μας ελλείμματος. Όχι της Γερμανίας ούτε της Γαλλίας. Και ήταν προτάσεις για την αντιμετώπιση του ελλείμματος. Δηλαδή για να σταματήσουμε να δανειζόμαστε. Δεν άκουσα όμως εναλλακτικές προτάσεις, από τις δυνάμεις αυτές που καταγγέλλουν το μνημόνιο. Δεν άκουσα καμιά πρόταση από όλους αυτούς που μίλησαν για αποικίες, για προτεκτοράτο, για τοκογλύφους και άλλα ηχηρά, για την αντιμετώπιση του ελλείμματος της χώρας. Όποιος παρακολούθησε τις ομιλίες στη Βουλή, όλων των αντιμνημονιακών δυνάμεων, θα παρατήρησε ότι εκτός από τις γενικόλογες αναφορές στο χρέος, δεν υπήρχε καμιά ουσιαστική αναφορά για το έλλειμμα. Το κύριο επιχείρημα των λεγόμενων αντιμνημονιακών, είναι ότι τα μέτρα επιδεινώνουν την ύφεση και αυξάνουν το χρέος. Και τι προτείνουν ; Την διαγραφή αν όχι του συνόλου του χρέους, του μεγαλύτερου μέρους του. Ακούστηκε επίσης η ανάγκη ενός σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα. Και μάλιστα επικαλούνται το ΔΝΤ και άλλους αναλυτές που προτείνουν το «κούρεμα» του χρέους της χώρας. Αυτό όμως που δεν θέλουν να καταλάβουν είναι ότι, τα μέτρα περικοπών δεν αντιμετωπίζουν το χρέος, αλλά το έλλειμμα. Γιατί εάν δεν αντιμετωπίσουμε το έλλειμμα και να μας χαρίσουν όλο το χρέος σε λίγα χρόνια, εάν δεν πάρουμε αυτές τις αλλαγές θα βρεθούμε στο ίδιο σημείο και κανένα σχέδιο Μάρσαλ δεν μας σώζει. Το χρέος είναι άλλης τάξης πρόβλημα και αντιμετωπίζεται όχι με μεγάλα λόγια, αλλά με συγκεκριμένες πολιτικές. Και εξηγούμαι. Το χρέος της χώρας δημιουργήθηκε από τον αλόγιστο δανεισμό των προηγούμενων δικών μας Κυβερνήσεων. Δεν μας υποχρέωσε η Μέρκελ για να πάρουμε δάνεια. Οι δανειστές μας, εκτός από τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, είναι ευρωπαϊκά ασφαλιστικά ταμεία και στο μεγαλύτερο μέρος μετά το γνωστό μας PSI, είναι Ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Πως ακούγονται στα αυτιά των ευρωπαίων πολιτών που οι Κυβερνήσεις τους μας δάνεισαν πριν λίγους μήνες και ετοιμάζονται να μας ξαναδανείσουν, τις φωνές μας περί «κουρέματος» του χρέους, δηλαδή να τους επιστρέψουμε πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά που μας δάνεισαν ; Τι άραγε να λένε οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και πολύ περισσότερο, οι πολίτες φτωχότερων χωρών της Ευρώπης που μας δάνεισαν, όπως οι Εσθονοί, οι Σλοβάκοι και άλλοι, όταν ακούνε ότι δεν θέλουμε να τους επιστρέψουμε αυτά που μας δάνεισαν ; Και ποιοι είμαστε εμείς που απαιτούμε μονομερώς το κούρεμα αυτών που μας δάνεισαν άλλοι λαοί ; Περισσότερο ως φωνές μπαταχτσήδων ακούγονται αυτές οι φωνές στα αυτιά των άλλων λαών που μας δάνεισαν. Το θέμα του «κουρέματος» του χρέους είναι σοβαρό θέμα και δεν αντιμετωπίζεται με λαϊκισμούς τέτοιου τύπου. Αντιμετωπίζεται στα πλαίσια και σε συνεργασία με τους εταίρους μας. Με πνεύμα αλληλεγγύης και συνεργασίας. Με ουσιαστική συμβολή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Όχι ως μεμονωμένη απαίτηση μας που οι εταίροι μας είναι υποχρεωμένοι να υλοποιήσουν. Άρα λοιπόν το να λες ότι το χρέος μας πρέπει να «κουρευτεί», δεν αποτελεί εναλλακτική πολιτική στρατηγική για την αντιμετώπιση του ελλείμματος. Είναι μια επιλογή που δεν χρειάζεται να την ξεφωνίζεις για να καλύψεις την δική σου έλλειψη εναλλακτικής πολιτικής, παριστάνοντας ότι κάνεις προτάσεις, αλλά την κερδίζεις στην πράξη μέσα από την ειλικρινή συνεργασία με τους εταίρους και συμμάχους.

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Εισήγηση του προέδρου της ΔΗΜΑΡ Φώτη Κουβέλη στην κοινή συνεδρίαση Κεντρικής Επιτροπής και Κοινοβουλευτικής Ομάδας με θέμα τη στάση του κόμματος στο νομοσχέδιο για τα μέτρα και στον προϋπολογισμό (5/11/2012)

Η χώρα διανύει μια περίοδο ιδιαιτέρως κρίσιμη. Αυτό που διακυβεύεται είναι η συμφωνία με τους δανειστές για τη συνέχιση του προγράμματος προσαρμογής, αλλά και ο τρόπος της συνέχισης του προγράμματος. Στόχος μας είναι μια πολιτική συμφωνία προς το μέλλον, που θα βλέπει μακριά και θα δημιουργεί ένα πλαίσιο βιώσιμης λύσης από οικονομική και κοινωνική άποψη. 

1. Το κόμμα μας έκανε τον Ιούνιο μια σημαντική επιλογή. Να στηρίξει την κυβέρνηση συνευθύνης μαζί με δυνάμεις, με τις οποίες βεβαίως έχουμε πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές. Με τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση προσπαθούμε μέσα σε αντίξοες συνθήκες να πετύχουμε το διπλό στόχο της παραμονής της χώρας στο ευρώ και της προστασίας των πιο αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας μας. 
Η χώρα χρειάζεται την ευρύτερη δυνατή συμπαράταξη κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ώστε να αξιοποιήσει ό,τι καλύτερο διαθέτει στην περίοδο κρίσιμων μαχών σε όλη τη γραμμή του μετώπου. 
Ο εύκολος αντιπολιτευτικός λόγος που αξιοποιεί τις πιεστικές και συχνά ανυπόφορες για το λαό καταστάσεις για να αλιεύσει ψήφους, δεν ήταν ποτέ χρήσιμος αλλά πολύ περισσότερο σήμερα δεν είναι υπεύθυνος. Δεν θα περιπέσουμε σε ένα τέτοιο λόγο. Δεν μας έλκει η προοπτική να διαδραματίσουμε ένα ανορθωτικό ρόλο μετά την καταστροφή. Θέλουμε να συμβάλλουμε στο να αποφευχθεί η καταστροφή. 
Εμείς θα επιμείνουμε στη μόνη ρεαλιστική πολιτική γραμμή που αναγνωρίζει ότι η δανειακή σύμβαση αποτελεί ένα δεσμευτικό πλαίσιο για τη χώρα και ταυτόχρονα παλεύει σοβαρά και συγκροτημένα να το αλλάξει. Δεν θα υπονομεύσουμε την παραμονή της χώρας στο ευρώ με ερασιτεχνισμούς και καλλιέργεια φρούδων ελπίδων, ότι δήθεν είναι δυνατή η άμεση απαλλαγή από το μνημόνιο με την καταγγελία του και την στάση πληρωμών. 
Η στάση μας δείχνει ότι είναι αβάσιμη η αντίληψη που συστηματικά καλλιέργησε η αντιπολίτευση ότι δήθεν όλα ήσαν προαποφασισμένα, ότι δεν γίνεται διαπραγμάτευση, αλλά ένα «θέατρο» για τα μάτια του κόσμου.
Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να εμπεδώσει την αντίληψη ότι αφού η Δημοκρατική Αριστερά επιλέγει ένα διαφορετικό από το δικό του  δρόμο παρέμβασης, παύει να είναι δύναμη της Αριστεράς και έχει μετεξελιχθεί σε μνημονιακή – αντιλαϊκή δύναμη , συνιστά κλασική περίπτωση συνειδητής διαστρέβλωσης και επιλεγμένης πολιτικής συκοφαντίας. Είναι καταφανής η στενοκομματική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ να εξοστρακίσει από το χώρο της Αριστεράς κάθε διαφορετική προσέγγιση από τη δική του.
Αυτό που κάναμε –η συμμετοχή ενός αριστερού κόμματος στην κυβέρνηση – είναι στάση εθνικής ευθύνης. Και θα πέσουν στο κενό όλες οι προσπάθειες συκοφάντησης αυτής της επιλογής μας. 
Ταυτόχρονα επισημαίνουμε σε όλες τις κατευθύνσεις - και στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εξωτερικό - ότι δεν θα αποδεχθούμε την παρανόηση του χαρακτήρα αυτής της συμμετοχής. Όπως δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του τόπου μια ΔΗΜ.ΑΡ στη θαλπωρή της αντιπολίτευσης, το ίδιο επίσης δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του τόπου και των εργαζομένων, ένας υποβαθμισμένος συνυπολογισμός της συμμετοχής της στην άσκηση πολιτικών εξόδου από την κρίση. 

2. Με τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση καταβάλαμε τεράστιες προσπάθειες και πιστεύουμε ότι διαδραματίσαμε εποικοδομητικό και σταθεροποιητικό ρόλο στο συνεργατικό κυβερνητικό σχήμα. Η συμβολή μας δεν ήταν και δεν είναι ζήτημα αριθμητικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό. 
Συμφωνήσαμε να υπάρξει μια διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης, που αφενός θα υλοποιήσει το πρόγραμμα προσαρμογής και αφετέρου θα το τροποποιήσει, σε συμφωνία με τους εταίρους, με στόχο να γίνει : 
  • οικονομικά αποτελεσματικό , συνδεόμενο με την ανάπτυξη και
  • κοινωνικά βιώσιμο , με ορθολογικό επιμερισμό των βαρών, λήψη μέτρων ελάφρυνσης των βαρών και ανακούφισης των κοινωνικά αδύναμων. 
Αναγνωρίσαμε ότι η υλοποίηση της προγραμματικής συμφωνίας συναρτάται με τις συνεχείς διαπραγματεύσεις με την τρόικα και το γενικότερο δυναμικά εξελισσόμενο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης.
Δεν καλλιεργήσαμε αυταπάτες ότι η δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να γίνει χωρίς αντιμετώπιση των παθογενειών που  χαρακτηρίζουν την οικονομική και πολιτική συγκρότηση της χώρας, χωρίς υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. 
Αναλάβαμε την ευθύνη για τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων, γνωρίζοντας ότι συναντούν , μεγάλες αντιδράσεις. Ως ΔΗΜΑΡ είχαμε διατυπώσει και προεκλογικά τη διαφωνία μας για το χαρακτήρα μέτρων και ένα πλαίσιο οικονομικής πολιτικής που δίνει την εντύπωση ότι οι θυσίες χάνονται στο πιθάρι των Δαναΐδων. Μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης εργαζόμαστε συστηματικά με την κατάθεση εναλλακτικών προτάσεων για να ενισχυθούν οι διαστάσεις της εξυγίανσης και του εξορθολογισμού και να υπάρξει η μικρότερη δυνατή επιβάρυνση σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα.
Θεωρήσαμε απαραίτητη την ενίσχυση της διαπραγμάτευσης και σε πολιτικό επίπεδο με τους εταίρους για μια συμφωνία δημοσιονομικής προσαρμογής, που να περιλαμβάνει τη χρονική επιμήκυνση, την ένταξη της ρήτρας αντικατάστασης ιδιαιτέρως επαχθών μέτρων από όλα εκείνα τα οποία θα προκύπτουν ως προϊόν εσόδων, την ενίσχυση της με αναπτυξιακές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ύφεσης.
Επίσης τονίσαμε με προκαταβολική σαφήνεια τη θέση μας για « .. ανακοπή της επίθεσης που γίνεται από την τρόικα και μέρος των εργοδοτικών δυνάμεων για διάλυση των εργασιακών σχέσεων και περαιτέρω υποβάθμιση των δικαιωμάτων…».


3. Ενώ λοιπόν ολοκληρωνόταν η διαπραγμάτευση για το δημοσιονομικό πακέτο η τρόικα, χωρίς να λάβει υπόψη τη ρητώς διατυπωμένη διαφωνία της Δημοκρατικής Αριστεράς, επέλεξε να προωθήσει αιφνιδιαστικά και μάλιστα σε ακραία μορφή ρυθμίσεις για ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις .
Πολιτικές δυνάμεις και πολιτικά πρόσωπα επιχειρούν να πείσουν ότι τα εργασιακά είναι ένα παρεμπίπτον ζήτημα και η αντίρρηση για αυτά είναι «περί όνου σκιάς». Αλήθεια, αν η όλη συζήτηση είναι «περί όνου σκιάς» γιατί δε γίνεται αναστολή της εφαρμογής; Πολύ περισσότερο όταν η ίδια η Κομισιόν διατυπώνει επιφυλάξεις και αντιρρήσεις για τη συμβατότητα ορισμένων ρυθμίσεων με την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
Δεν είναι όμως αυτή η πραγματικότητα. Τα εργασιακά θέματα αποτελούν τον οδικό χάρτη για την εικόνα της χώρας μετά τη δημοσιονομική εξυγίανση. Η συγκεκριμένη εκδοχή εργασιακών σχέσεων προωθεί ρυθμίσεις που διαμορφώνουν για τους εργαζόμενους ένα περιβάλλον αποσαθρωμένων δικαιωμάτων.
Η υποτίμηση που δείχνουν κάποιοι για τα ζητήματα όπως το επίδομα γάμου και οι προσαυξήσεις από τις τριετίες, δείχνουν ότι δεν κατανοούν τη ζωή πολλών εργαζομένων που ζουν στα όρια ή κάτω από τα όρια της φτώχεια.. Και βεβαίως πρωτίστως αναδεικνύουμε το θέμα της επεκτασιμότητας των συμβάσεων γιατί η κατάργηση τους θα απομειώσει περαιτέρω τους μισθούς και γενικότερα την αμοιβή εργασίας. 
Αυτές οι ρυθμίσεις, που δεν έχουν σχέση με τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συγκροτούν - με την υποστήριξη τμήματος των εργοδοτικών δυνάμεων της χώρας - μια επιχείρηση πολιτικής-ιδεολογικής επιβολής ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανταγωνιστικότητας και εργασιακών σχέσεων.


4. Τα δημοσιονομικά μέτρα, αναμφισβήτητα, είναι βαριά. Έχουμε πει βεβαίως ότι οι πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης πρέπει να τροποποιηθούν και έχουμε καταθέσει προτάσεις επί αυτού. Δεν διστάζουμε να αναλάβουμε την ευθύνη μας γι αυτά - με δεδομένους τους σημερινούς συσχετισμούς -, με την βεβαιότητα ότι υπηρετούν την εκταμίευση των 31,5 δις ευρώ για την περαιτέρω πορεία της οικονομίας , σε σχέση και με την ανάπτυξη που πρέπει να υπάρξει για την δημιουργία θέσεων εργασίας και για την προοπτική εξόδου από την κρίση. Θέλουμε τις μεταρρυθμίσεις και τις αναδιαρθρώσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μη υπολογίζοντας αντιδράσεις, αντιστάσεις όσο και αρνήσεις για την ύπαρξη της όποιας μεταρρύθμισης. 
Η δημοσιονομική εξυγίανση όμως δεν πρόκειται να ωφεληθεί από την υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων και τη μείωση των μισθών. Το αντίθετο μάλιστα.  Θα υπάρχει αρνητικό δημοσιονομικό αποτύπωμα, αφού οι μειώσεις στους μισθούς και στις ασφαλιστικές εισφορές θα μειώσουν περαιτέρω τις εισπράξεις των ταμείων αλλά και τα έσοδα από φορολογία του κράτους. Έτσι αναγκαστικά θα ακολουθήσουν και άλλα δημοσιονομικά μέτρα ενισχύοντας περαιτέρω τον φαύλο κύκλο της εσωτερικής υποτίμησης . 
Επιμένοντας εξ αρχής στα εργασιακά δεν αναζητούσαμε το «αριστερό αντίβαρο» στο πακέτο των μέτρων για τα δημοσιονομικά. Εκείνο που διεκδικούσαμε και διεκδικούμε είναι να μην αποδυναμωθούν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα των εργαζομένων.

5. Η αντιπαράθεση που διεξάγεται γύρω από τα εργασιακά αφορά το ζήτημα αν η τρόικα, οι εταίροι και οι δανειστές μας, αποδέχονται ότι σε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής μπορούν να υπάρξουν αλλαγές. Είναι γνωστό ότι το πρόγραμμα δεν θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα όχι μόνο γιατί δεν προωθήθηκαν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλά και γιατί είχε αρκετά προβληματικά στοιχεία στη δομή του.
Οι δηλώσεις στελεχών του ΔΝΤ αλλά και της ευρωπαϊκής τράπεζας που παραδέχονται ότι υποεκτιμούσαν τις επιπτώσεις της λιτότητας στην οικονομική ανάπτυξη, και η παραδοχή ότι το χρέος θα γίνει βιώσιμο μόνο μέσω ενός άλλου μίγματος πολιτικής, δείχνει ότι οι τροποποιήσεις στο πρόγραμμα είναι μια αδήριτη ανάγκη. Η λογική συνέχεια αυτών των διαπιστώσεων δεν μπορεί να είναι η κατηγορηματική άρνηση τροποποιήσεων του προγράμματος. Αντίθετα η στάση της τρόικα και των πολιτικών ηγετών στα εργασιακά δείχνει ότι αφενός επιδιώκεται να μην υπάρξει καμιά βασική αλλαγή στο πρόγραμμα προσαρμογής και αφετέρου υποτιμάται πλήρως η ανάγκη να υπάρξει η βασική κοινωνική συναίνεση στη δημοσιονομική εξυγίανση. 
Το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων εταίρων για πολιτική σταθερότητα για να είναι πραγματικό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις στη χώρα και να διευκολύνει τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας που θα στηρίζει τη δημοσιονομική προσαρμογή. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς παραχωρήσεις και αμοιβαίους συμβιβασμούς. Όσο διαρκεί το πρόγραμμα προσαρμογής δεν πρέπει να υποβαθμιστεί η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών της χώρας.
Η συμμετοχή της Δημοκρατικής Αριστεράς στην κυβέρνηση πρέπει να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα στο επίπεδο της ασκούμενης πολιτικής, σε σχέση με τη θέση των εργαζομένων αλλά και το μοντέλο εξόδου από την κρίση. 

6. Εμείς πιστεύουμε πραγματικά ότι το ζητούμενο δεν είναι να εμφανίσουμε την εικόνα του κράτους που ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις επιλογές της τρόικα. Το ζητούμενο είναι να  αποδείξουμε ότι είμαστε υπεύθυνη χώρα, με γνώση και ευθύνη για το πρόγραμμα προσαρμογής, αλλά και την κοινωνική – πολιτική ισορροπία. 
Η εξαίρεση των εργασιακών δεν θα δημιουργούσε πολιτική κρίση, εφόσον θα ψηφιζόταν το πακέτο μέτρων. Δεν θα έδειχνε ένα κράτος που λέει «δεν πληρώνω» και αθετεί τις υποχρεώσεις μου. Θα έδειχνε την απαίτηση ενός κράτους που αναλαμβάνει να υλοποιήσει ένα πολύ βαρύ πακέτο μέτρων με περικοπές συντάξεων, μισθών και επιδομάτων και ταυτόχρονα δεν δέχεται να υποβαθμίσει περαιτέρω τη ζωή των πολιτών και την προοπτική τους με την αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, με τρόπο που σε αρκετά σημεία παραβιάζει το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Θα έδινε τη δυνατότητα να υπάρχει διαπραγμάτευση στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, μπροστά στους λαούς της Ευρώπης. Και εκεί υπάρχουν πάρα πολλοί σύμμαχοι από όλο το πολιτικό φάσμα. 


7. Είχαμε καταστήσει σαφές , με απόλυτη πολιτική ειλικρίνεια , ότι η ΔΗΜΑΡ θα καταψηφίσει τα εργασιακά μέτρα και αυτό το ήξεραν όλοι. Η θέση μας παραμένει αμετακίνητη. 
Αμέσως μετά το πακέτο μέτρων του προγράμματος προσαρμογής ψηφίζεται ο προϋπολογισμός. Ο προϋπολογισμός κατατίθεται σε ένα μεταβατικό στάδιο διαπραγματεύσεων της χώρας με την τρόικα και τους Ευρωπαίους εταίρους σε σχέση με το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Η τελική κατάληξη των διαπραγματεύσεων θα επηρεάσει την τελική μορφή του προϋπολογισμού και την εξέλιξη του. Υποστηρίζουμε την ανάγκη:
  • Να υπάρχει χρονική επιμήκυνση του προγράμματος και να αμβλυνθεί η εμπροσθοβαρής πρόβλεψη σε σχέση με τις περικοπές. Αυτό είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει ουσιαστικά η ρήτρα αντικατάστασης των επαχθών μέτρων στο βαθμό που θα έχουμε απόδοση εσόδων. 
  • Να υπάρχει αναπτυξιακή ενίσχυση μέσα από την άμεση αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, αλλά και με ειδικό πρόγραμμα αναπτυξιακών παρεμβάσεων και καταπολέμησης της ανεργίας με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Αυτό είναι απαραίτητο ώστε να μειωθεί η αρνητική υφεσιακή επίπτωση της προβλεπόμενης μείωσης των δημοσίων δαπανών και να δημιουργηθούν εισοδήματα σε νέους τομείς και για νέους ανθρώπους. Μόνο έτσι μπορούν να γίνουν βήματα αναστροφής της καθοδικής πορείας. 
Η θέση της ΔΗΜΑΡ έναντι του προϋπολογισμού πρέπει να καθοριστεί τελικά και με πολιτικά κριτήρια. Δηλαδή θα συνυπολογιστούν αφενός τα ίδια τα στοιχεία του προϋπολογισμού και αφετέρου η αναγκαιότητα να υπάρχουν προϋποθέσεις σταθερής κυβερνητικής διαχείρισης μέσα σε δύσκολες δημοσιονομικές συνθήκες.
Υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε τη μέγιστη δυνατή συνολική λύση για το πρόβλημα χρέους της χώρας, με συγκεκριμένες προτάσεις και με συνέπεια. Θα συνεχίσουμε τη στήριξη μας για μια συνολική ρύθμιση με χρονική επιμήκυνση, ρήτρα αντικατάστασης, αναπτυξιακή ενίσχυση και μείωση της επιβάρυνσης του χρέους.


8. Επιλέξαμε ήδη - και δεν το αναιρούμε - να υπάρξει κυβέρνηση, να μην δημιουργηθεί πολιτική αστάθεια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία και να υπηρετήσουμε την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και στο ευρώ και όχι την επιστροφή στην δραχμή. Αυτή μας η επιλογή παραμένει. Και όποιος επιχειρεί να την συμψηφίσει με την σταθερή μας θέση να υπερασπιζόμαστε τα εργασιακά δικαιώματα, κάνει τουλάχιστον λάθος. 
Σεβόμαστε τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση και βάζουμε στην άκρη το πρόσκαιρο κομματικό συμφέρον. Δεν θέλουμε να ρηγματωθεί η κυβέρνηση με ό,τι συνεπάγεται για τον κοινό μας στόχο. 

Η στάση ευθύνης παραμένει συστατικό μας στοιχείο της συγκρότησης και της πολιτικής μας. Σε αυτό το δρόμο σας καλώ να βαδίσουμε με σταθερότητα και αποφασιστικότητα.