Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Αναγκαία τα αντίρροπα μέτρα

(του Σάκη Παπαθανασίου, υπεύθυνου Πολιτικού Σχεδιασμού και Επικοινωνίας της ΔΗΜΑΡ)


Η δημόσια παραδοχή από το ΔΝΤ -και όχι μόνο- των «λαθών» που έγιναν στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς δεν υπολογίστηκε σωστά η επίπτωση της περικοπής δαπανών στην ύφεση και η είσοδος της χώρας σε φθίνουσα σπειροειδή πορεία, συνιστά μια ομολογία αστοχίας στην πολιτική που εφαρμόστηκε.Βέβαια τα λάθη δεν είναι «ουδέτερα». Εχουν αφετηρίες ιδεολογικές θέσεις και πολιτικές εμμονές. Διαφορετικά δεν εξηγείται το ότι δεν μελέτησαν τη συσχέτιση δημοσίων δαπανών και αύξησης του ΑΕΠ τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας, που θα τους βοηθούσε σημαντικά να προβλέψουν σωστά την επίπτωση των μέτρων. Αυτές οι λανθασμένες εκτιμήσεις αφορούν ανθρώπους. Περισσότερους ανέργους, μεγαλύτερη μείωση των εισοδημάτων, επικίνδυνη περικοπή σε ορισμένους τομείς των κοινωνικών δαπανών. Αφορούν τη χώρα, αφού δυσχεραίνουν την έξοδο από την κρίση και δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική και πολιτική αστάθεια
. Η αναγνώριση του «λάθους» δεν πρέπει να εκληφθεί ως ευκαιρία για μια επιπόλαια αποκήρυξη του προγράμματος και των δανειακών δεσμεύσεων της χώρας.
Η υλοποίηση του προγράμματος και η προώθηση των μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στην οικονομία είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για τη διατήρηση του θετικού κλίματος για τη χώρα και την επάνοδό της στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. Ομως ενδιαμέσως πρέπει το πρόγραμμα να βγει, η κοινωνία να μην καταρρεύσει και η οικονομία να σταθεροποιηθεί. Για να γίνει αυτό, το πρόγραμμα πρέπει να υποστεί τροποποιήσεις και συμπληρώσεις. Η ΔΗΜΑΡ υποστηρίζει την ανάγκη εντός της προβλεπόμενης διαδικασίας παρακολούθησης της πορείας υλοποίησης του προγράμματος προσαρμογής να υπάρξουν εξέταση των επιπτώσεων και συμφωνία για διορθωτικές κινήσεις. Και αυτό πρέπει να γίνει με νέα πολιτική λογική, σοβαρότητα, και με τεχνοκρατική επάρκεια.
Οι τροποποιήσεις πρέπει να αφορούν σε μέτρα που επέφεραν αντίθετα από τα προσδοκώμενα οικονομικά αποτελέσματα ή είχαν υπέρμετρο κόστος σε σχέση με το δημοσιονομικό όφελος που επέφεραν. Τέτοια πρέπει να είναι η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, η διευκόλυνση για περισσότερες δόσεις στην εξόφληση οφειλών προς το Δημόσιο, η ταχύτερη αποπληρωμή των οφειλών του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του.
Οι συμπληρώσεις πρέπει να αφορούν σε μέτρα που είναι απαραίτητα για την αντιρρόπηση των αρνητικών επιπτώσεων από την περικοπή δημοσίων δαπανών. Τέτοια πρέπει να είναι η ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, η σημαντική αύξηση των αναπτυξιακών παρεμβάσεων με τη συμμετοχή της ΕΤΕπ σε στοχευμένα έργα-τομείς που δημιουργούν θέσεις εργασίας και έχουν υψηλό εισοδηματικό πολλαπλασιαστή και η απόδοση προτεραιότητας στη δημοσιονομική εξυγίανση μέσω των διαρθρωτικών αλλαγών και της ανάπτυξης.
Ταυτόχρονα πρέπει να υπάρξουν έκτακτα και εκτεταμένα μέτρα υποστήριξης των ανέργων με τη λειτουργία του κράτους ως εργοδότη έσχατης ανάγκης μέσω του αναπροσανατολισμού των πόρων του ΕΣΠΑ, και γενικότερα δημιουργία ενός δικτύου κοινωνικής υποστήριξης. Καμιά δημοσιονομική προσαρμογή και κανένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα δεν μπορεί να επιτύχει τους στόχους του, ούτε όμως έχει και κάποιο ιδιαίτερο νόημα, αν η κοινωνία εξαθλιωθεί. Η κυβέρνηση πρέπει να εργάζεται μεσοπρόθεσμα για την ωρίμανση λύσεων όπως η διαγραφή μέρους χρεών προς τον επίσημο τομέα (ΕΚΤ, κρατικές τράπεζες χωρών Ευρωζώνης). Η συνεχής διαπραγμάτευση στο περιβάλλον των ευρωπαϊκών και διεθνών «ωριμάνσεων» και «διαφοροποιήσεων» είναι απαραίτητη διαδικασία για την επιτυχία του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Οι τροποποιήσεις πρέπει να αφορούν μέτρα που επέφεραν αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Οι θέσεις του τομέα παιδείας της ΔΗΜΑΡ για το σχέδιο "ΑΘΗΝΑ" για την τριτοβάθμια εκπαίδευση

Την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου, ο τομέας παιδείας και έρευνας της ΔΗΜΑΡ παραχώρησε συνέντευξη τύπου προκειμένου να παρουσιάσει τις θέσεις του για το σχέδιο «Αθηνά» του Υπουργείου Παιδείας και τις προτάσεις του για την αναδιοργάνωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Τις θέσεις του Τομέα Παιδείας και Έρευνας παρουσίασαν ο Δημήτρης Κυρτάτας, καθηγητής στο Παν. Θεσσαλίας, η Μάνια Μαύρη, επίκουρη καθηγήτρια στο Παν. Αιγαίου, ο Γιώργος Μιαούλης, καθηγητής στο ΑΤΕΙ Πειραιά και η Μαρία Ρεπούση, καθηγήτρια στο ΑΠΘ, βουλευτής Α΄ Πειραιώς της ΔΗΜΑΡ, υπεύθυνη του Τομέα Παιδείας και Έρευνας.

Αναφορικά με τις θέσεις της για το σχέδιο «Αθηνά» η ΔΗΜΑΡ θεωρεί ότι:
Α) Η αναδιάρθρωση των ΑΕΙ είναι εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση και δεν μπορεί να είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας. Χρειάζεται η ενεργοποίηση των θεσμικών οργάνων όπως το ΕΣΥΠ και η ΑΔΙΠ τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ερωτήθηκαν καν.
Β) Το συγκεκριμένο σχέδιο ΑΘΗΝΑ δεν μπορεί να ισχύσει με έκδοση Προεδρικού Διατάγματος. Η συζήτηση και η ψήφισή του στην Βουλή είναι αναγκαία. Ζητάμε από το Υπουργείο Παιδείας να αναθεωρήσει την απόφαση του για έκδοση Π.Δ και να εισαγάγει την πρόταση στην κοινοβουλευτική διαδικασία.
Στην διάρκεια της διαβούλευσης η ΔΗΜΑΡ θα υποβάλλει συγκεκριμένες προτάσεις βελτίωσης του σχεδίου Αθηνά στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του ακαδημαϊκού χαρακτήρα, της αναδιάρθρωσης, της απομάκρυνσης από πελατειακές και κομματικές λογικές και της αντιστοίχησης με τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας.

Ο τομέας Παιδείας της ΔΗΜΑΡ δίνει στην δημοσιότητα μια πλήρη πρόταση αναδιάρθρωσης των ΑΕΙ που αναπτύσσεται σε τρεις  φάσεις που μπορούν να ξεκινήσουν ταυτόχρονα: 
1) Εφαρμογή  της βάσης του «10» και συγχώνευση ή και κατάργηση των τμημάτων που πάνω από το 50% των σπουδαστών δεν έχουν την βάση  του 10. 
2) Δημιουργία κοινοπραξιών ανά περιφέρεια που περιλαμβάνουν Πανεπιστήμια, ΑΤΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα στη βάση της συνάφειας γνωστικών αντικειμένων, της γεωγραφικής τοποθεσίας, της συνδιαχείρισης  υποδομών και της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού 
3)  Εσωτερική αναδιάρθρωση των Ιδρυμάτων σε μεγάλες σχολές και τμήματα που να ανταποκρίνονται στις επιστημονικές και κοινωνικές εξελίξεις.
4)  Αξιολόγηση των υποδομών, των διοικητικών Υπηρεσιών, του διδακτικού και Ερευνητικού έργου και παρακολούθηση της επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων. 


Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της πρότασης για την αναδιάρθρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Τομέα Παιδείας και Έρευνας της ΔΗΜΑΡ:

Θέσεις του Τομέα Παιδείας και Έρευνας της ΔΗΜΑΡ  για την αναδιάρθρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Στόχος της Επιτροπής Θέσεων της ΔΗΜΑΡ για την αναδιάρθρωση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι η επεξεργασία μιας πρότασης που θα συμπεριλάβει την τριτοβάθμια εκπαίδευση και έρευνα στο σύνολό της, Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα στην Ελλάδα.
Η πρόταση της Επιτροπής αποτελείται από τέσσερις ενότητες
1. Κριτήρια αναδιαμόρφωσης του ακαδημαϊκού χάρτη 
2. Πλήθος Ιδρυμάτων στην Επικράτεια
3. Φάσεις αναδιοργάνωσης του ακαδημαϊκού χάρτη
4. Αξιολόγηση του νέου ακαδημαϊκού χάρτη 

1.Κριτήρια αναδιαμόρφωσης του ακαδημαϊκού χάρτη 

Βασική αρχή οποιασδήποτε αναδιοργάνωσης είναι ο καθορισμός των κριτηρίων βάσει των οποίων θα πραγματοποιηθεί αυτή. Προτείνονται τα παρακάτω πέντε (5) κριτήρια:

1)Κ.1. Χωροταξία Πανεπιστημίων & ΤΕΙ: Είναι προφανής η ανάγκη χωροταξικού εξορθολογισμού του ακαδημαϊκού χάρτη και η ανάγκη συγκέντρωσης τμημάτων και σχολών ενός Ιδρύματος σε μία, το πολύ δύο πόλεις, έτσι ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο του ενός μόνου τμήματος σε μια πόλη και να υπάρχει δυνατότητα δημιουργικής αλληλεπίδρασης μεταξύ περισσότερων τμημάτων και καλύτερης αξιοποίησης των υποδομών. Η εξασφάλιση των στοιχειωδών προϋποθέσεων ενός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος δεν πρέπει σε καμία  περίπτωση να θυσιαστεί στο βωμό της εξυπηρέτησης κακώς εννοούμενων «τοπικών συμφερόντων».
2)Κ.2. Κοινοπραξίες Πανεπιστημίων, ΤΕΙ & Ερευνητικών Κέντρων: Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προταχθεί η δημιουργία Κοινοπραξιών Πανεπιστημίων, ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων στη βάση της συνάφειας γνωστικών αντικείμενων, της γεωγραφικής τοποθεσίας, της συνδιαχείρισης υποδομών και της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης του διδακτικού & ερευνητικού προσωπικού. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι τα μέλη ΔΕΠ είναι περίπου 12.000, οι Καθηγητές των ΤΕΙ 1.800 και οι ερευνητές 800, καταλαβαίνει εύκολα ότι η κινητικότητα του  
ακαδημαϊκού προσωπικού, στο πλαίσιο μιας κοινοπραξίας, είναι σημαντική σε επίπεδο λειτουργίας και οργάνωσης. Η πρόταξη των κοινοπραξιών εμπεριέχει συγχωνεύσεις ιδρυμάτων όπου αυτές  κριθούν απαραίτητες.
Οι κοινοπραξίες δεν θα εξαντλούνται μόνο σε "εκπαιδευτικές" δράσεις, αλλά θα επεκταθούν και σε άλλες δραστηριότητες (όπως, π.χ., κοινά προγράμματα σπουδών, κοινές υποδομές, κοινοί ερευνητικοί στόχοι κλπ). Το πλαίσιο λειτουργίας τους θα καθορίζεται από τα Ιδρύματα και τα Ερευνητικά Κέντρα τα οποία θα ανήκουν στην κοινοπραξία. Η δημιουργία μιας κοινοπραξίας θα αποφασίζεται με Προεδρικό Διάταγμα. Η οργάνωση, τα όργανα διοίκησης και η λειτουργία τους θα προσδιορίζονται με νομοθετική ρύθμιση.

3)Κ.3. Επικαιροποίηση Γνωστικών Αντικειμένων και δημιουργία σχολών: Τα ελληνικά ΑΕΙ οφείλουν να ξανασκεφθούν ανά ίδρυμα και συνολικά τα γνωστικά αντικείμενα που υπάρχουν στα προγράμματα σπουδών. Υπάρχει αφενός μια πληθώρα τμημάτων που δεν αντιστοιχούν σε διεθνώς καθιερωμένα γνωστικά αντικείμενα, υπάρχουν αφετέρου εκτεταμένες αλληλεπικαλύψεις. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πολλά τμήματα στο ίδιο ΑΕΙ με διαφορετικό τίτλο και παρεμφερή έως και όμοια γνωστικά αντικείμενα ενώ απουσιάζουν σύγχρονα ή και διεπιστημονικά γνωστικά αντικείμενα. Συνολικά η κατεύθυνση πρέπει να είναι ο περιορισμός των εξειδικευμένων αντικειμένων και ο προσανατολισμός σε «ευρύτερα» και επιστημολογικά σαφέστερα γνωστικά αντικείμενα, ενώ ο τεχνολογικός τομέας πρέπει να οδηγεί σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, σε επίπεδο προπτυχιακών σπουδών.  Η αναδιάταξη των κλασικών σχολών που υπάρχουν στα ελληνικά ΑΕΙ και η δημιουργία νέων μεγάλων σχολών με συγγενή γνωστικά αντικείμενα  πρέπει επίσης να απασχολήσει την αναδιάρθρωση των ΑΕΙ.  
4)Κ.4. Ενίσχυση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης: Η αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη πρέπει να συμβάλει στην αναγκαία στροφή της ελληνικής κοινωνίας προς την ενίσχυση της παραγωγικής προσπάθειας, της οικονομικής ανάπτυξης, και της καινοτομίας. Πρέπει να συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη του όλου συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης (τεχνολογικό λύκειο, μεταλυκειακή εκπαίδευση, κατάρτιση), στον εξορθολογισμό της πυραμίδας των επαγγελμάτων και την ανάπτυξη της δια βίου μάθησης. Η αναδιάρθρωση αυτή πρέπει να συνδυαστεί με την αναδιάρθρωση της οργάνωσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων και της αγοράς εργασίας μέσω της ανάπτυξης του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων (ΕΠΠ). Το ΕΠΠ σε εφαρμογή του Ευρωπαϊκού ΠΠ (που έχει υιοθετηθεί και από την UNESCO) μπορεί να δώσει ουσιαστικές δυνατότητες κινητικότητας στα επαγγέλματα, τόσο οριζόντιας μετακίνησης σε συγγενείς κλάδους, όσο και κάθετης ανέλιξης.
5)Κ.5. Τριτοβάθμια Εκπαίδευση & Ανάπτυξη Η Γ΄/θμια εκπαίδευση θα πρέπει να συνδεθεί με την έξοδο της χώρας από την κρίση και την ανάπτυξή της. Κάτι τέτοιο θα επηρεάσει σημαντικά την συνολική διάρθρωση των ΑΕΙ, τον αριθμό των εισακτέων σε σχολές και τμήματα, καθώς και την βιωσιμότητα αυτών. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας είναι σημαντικό να έχουν προσδιορισθεί τομείς που θα πρέπει να ενισχυθούν όπως, π.χ., η ναυτιλία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κλπ., και να βρεθούν τρόποι περιορισμού του φαινομένου της εξαγωγής επιστημονικού δυναμικού που έχει σπουδάσει με κρατική δαπάνη στην Ελλάδα.


2. Πλήθος Ιδρυμάτων στην Επικράτεια

Με βάση τα παραπάνω κριτήρια και λαμβάνοντας ακόμη υπόψη τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της χώρας, τη σημερινή δομή του ακαδημαϊκού χάρτη της Ελλάδας, την ιστορικότητα των ιδρυμάτων και τις ανάγκες για αναδιαμόρφωση, προτείνεται να υπάρχουν  το πολύ έντεκα (11) Κοινοπραξίες Ιδρυμάτων, που θα αποτελούν ενιαίες οργανωτικά ενότητες και θα συμπεριλαμβάνουν και τα ερευνητικά κέντρα. Η παρούσα πρόταση δεν υποκαθιστά μια «τεχνική μελέτη», αλλά παρουσιάζει, τις δυνατότητες που προκύπτουν από την εφαρμογή του συστήματος των κριτηρίων της 1ης ενότητας. 

•Μια κοινοπραξία Ιδρυμάτων (Πανεπιστημίων, ΤΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων) ανά «εκπαιδευτική» περιφέρεια εκτός από την  Αττική όπου προτείνονται δύο.  

Ως «εκπαιδευτικές περιφέρειες» θεωρούνται γεωγραφικές ενότητες, με συγκεκριμένα πληθυσμιακά, οικονομικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά, στα πλαίσια των οποίων εξειδικεύεται και ασκείται το σύνολο των δράσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής.  Οι ενότητες αυτές δεν βρίσκονται κατ’ ανάγκη σε αντιστοίχιση με τις υπάρχουσες διοικητικές ή γεωγραφικές περιφέρειες (σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να ισχύει αυτό) και στον ορισμό τους λαμβάνονται υπόψη το σύνολο των παραμέτρων που επηρεάζουν την περιφερειακή διάσταση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ο ακριβής προσδιορισμός των «εκπαιδευτικών περιφερειών» θα προκύψει κατά τη φάση υλοποίησης της συνολικής αναδιαμόρφωσης του ακαδημαϊκού χάρτη και σε συνεργασία με τις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια).


3. Φάσεις αναδιοργάνωσης του ακαδημαϊκού χάρτη

Η αναδιοργάνωση του ακαδημαϊκού χάρτη προτείνεται να γίνει σε τρεις (3) φάσεις. Οι φάσεις είναι διακριτές, δεν είναι όμως διαδοχικές και μπορούν εν μέρει να αρχίσουν αμέσως και να αλληλοεπικαλύπτονται χρονικά.

Φάση Ι: Άμεσες Διοικητικές & Χωροταξικές Αλλαγές. 
Στην Φάση αυτή με κριτήρια βιωσιμότητας τμημάτων (αριθμός μελών ΔΕΠ, επάρκεια γνωστικών αντικειμένων και διασπορά εκπαιδευτικών μονάδων) θα πραγματοποιηθούν συγχωνεύσεις τμημάτων. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται διοικητικές αλλαγές και κυρίως οικονομίες κλίμακας σε επίπεδο διαχείρισης των υποδομών και αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού (ΔΕΠ & διοικητικοί υπάλληλοι). Πρέπει να ληφθεί πρόνοια  προκειμένου να διατηρηθεί μια λογική ισορροπία μεταξύ των τμημάτων των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Ως Φάση Ι, η ΔΗ.ΜΑΡ. θεωρεί την τρέχουσα φάση των αλλαγών, με συγκεκριμένα όμως κριτήρια. Ένας πρώτος εξορθολογισμός μπορεί να προκύψει με την εισαγωγή της βάσης του «10» και την κατάργηση των τμημάτων που σε ποσοστό πάνω από 50% των θέσεων μένουν κενές.

Φάση ΙΙ: Προσδιορισμός της γεωγραφικής διάταξης των Εκπαιδευτικών μονάδων των ΑΕΙ. 
Με κριτήρια εκπαιδευτικής πολιτικής, δημογραφικά, γεωγραφικά, αναπτυξιακά και της υπάρχουσας υποδομής, θα πρέπει να προσδιοριστούν οι εκπαιδευτικές περιφέρειες και οι πόλεις στις οποίες θα εδρεύουν οι  κοινοπραξίες Ιδρυμάτων.
Η Φάση αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη, στο μέτρο που θα υπάρξουν μετακινήσεις εκπαιδευτικών μονάδων και φοιτητών. Θα πρέπει να προσδιοριστεί το χρονικό πλαίσιο στο οποίο θα πραγματοποιηθούν οι αλλαγές (να μην ξεπερνά τα 5 χρόνια) και θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι η μετακίνηση των φοιτητών δεν θα αποτελέσει τροχοπέδη στην ολοκλήρωση των σπουδών τους.
Για τον παραπάνω λόγο προτείνεται να δοθούν υποτροφίες ολοκλήρωσης σπουδών στους φοιτητές. Εκτιμούμε ότι το κέρδος από τα λειτουργικά έξοδα της αναδιοργάνωσης θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος υποστήριξης των φοιτητών. Γενικά το θέμα της Φοιτητικής Μέριμνας πρέπει να συζητηθεί εκ νέου με σκοπό, μέσω των προτεινόμενων αλλαγών, να υπάρξει ένα σύστημα μέριμνας αντίστοιχο με των υπολοίπων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
Θα πρέπει βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις να ληφθεί υπόψη και το κριτήριο της «τοπικής ιδιαιτερότητας», π.χ. τμήματα όπως η ιχθυοκαλλιέργεια δεν πρέπει να μεταφερθούν σε κάποια άλλη πόλη πέρα από το Μεσολόγγι.

Φάση ΙΙΙ: Αναδιάταξη γνωστικών αντικειμένων και δημιουργία σύγχρονων σχολών, αποκατάσταση επικαλύψεων (περιορισμός των τμημάτων ανά γνωστικό αντικείμενο στη χώρα)
Βασικός στόχος είναι η παραπάνω αναδιάρθρωση να οδηγήσει άμεσα ή πολύ σύντομα σε πτυχία λίγων γνωστικών αντικειμένων. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχουν τμήματα χωρίς επικαλύψεις, με κατευθύνσεις (προκειμένου να υπάρχει και εξειδίκευση) και το βασικό πτυχίο πρέπει να ανήκει σε μια γνωστική περιοχή ή να αντιστοιχεί σε ένα επάγγελμα. 
Υιοθετώντας διεθνή πρότυπα, όπως ακολουθούνται σε περισσότερες από 50 χώρες στον κόσμο, προτείνεται η υιοθέτηση των τριών κύκλων σπουδών. Συγκεκριμένα στον 1ο κύκλο των Βασικών Σπουδών να προσφέρονται προπτυχιακά προγράμματα 3 -4 ετών, στον 2ο κύκλο να γίνεται εξειδίκευση (άρα προπτυχιακά προγράμματα με πολύ εξειδικευμένο αντικείμενο θα πρέπει να προσφέρονται σε μεταπτυχιακό επίπεδο) και στον 3ο κύκλο σπουδών να υπάρχει μόνο η ερευνητική διάσταση.

Παρακάτω προτείνονται:
•οι σχολές που θα πρέπει να έχουν οι Κοινοπραξίες ιδρυμάτων σε επίπεδο Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν όλα τα ιδρύματα τις σχολές αυτές, αλλά ότι στην Ελλάδα θα πρέπει να υπάρχει σε μια “λογική” αναλογία το σύνολο αυτών των σχολών στα Πανεπιστήμια & ΤΕΙ. Κατά περίπτωση κάποιο Ίδρυμα θα μπορεί να συνενώνει σχολές. Τα κριτήρια συγκρότησης των σχολών (απαιτούμενος αριθμός διδασκόντων, απαιτούμενος αριθμός μελών ΔΕΠ, υποδομές,κλπ.) θα προσδιορισθούν στην Φάση ΙΙ.
Το γνωστικό αντικείμενο τμημάτων & σχολών, αποτελεί αντικείμενο μελέτης μηνών. Εδώ η επιτροπή προχωρά σε μια πολύ συνοπτική και ενδεικτική πρόταση για την οργάνωση των σχολών και των τμημάτων που πρέπει να  περιλαμβάνουν.

o  Για τα Πανεπιστήμια
1)Σχολή Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών . 
2)Σχολή Θετικών Επιστημών .
3)Σχολή Οικονομικών Επιστημών .
4)Σχολή Νομικής. 
5)Πολυτεχνική, Γεωπονική Σχολή  και Δασολογική Σχολή.
6)Σχολή Επιστημών Αγωγής, όπως επίσης και οι Σχολές Φυσικής Αγωγής.
7)Σχολή Επιστημών Υγείας.

o  Για τα ΤΕΙ 
1)Σχολή Διοίκησης & Οικονομίας 
2)Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών.
3)Σχολή Καλλιτεχνικών Σπουδών.
4)Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας & Πρόνοιας.
5)Σχολής Διατροφής, Τεχνολογίας τροφίμων και Γεωπονίας.


4. Αξιολόγηση του νέου ακαδημαϊκού χάρτη 

Στόχος της συγκεκριμένης πρότασης είναι η αναδιαμόρφωση του ακαδημαϊκού χάρτη. Για να είναι αποτελεσματική μια τέτοια μεταρρύθμιση απαιτείται η παρακολούθηση – αξιολόγηση του νέου συστήματος.
Είναι αναγκαίο να ενεργοποιηθεί και να ενισχυθεί η ΑΔΙΠ, θα πρέπει όμως να εξασφαλισθεί η θέσπιση ενός απλού συστήματος παρακολούθησης, το σύντομο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων και το χαμηλό κόστος αξιολόγησης των τμημάτων.
Το Σύστημα αξιολόγησης πρέπει να αποτελείται από λίγους δείκτες, ομαδοποιημένους στις εξής ενδεικτικές κατηγορίες:
• Αξιολόγηση των Υποδομών και των Διοικητικών Υπηρεσιών
• Αξιολόγηση  του Διδακτικού & Ερευνητικού Έργου
• Παρακολούθηση της Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Αποφοίτων
Προτείνεται η εξωτερική αξιολόγηση των τμημάτων να γίνεται με την κατάλληλα σταθμισμένη περιοδικότητα, ενώ το κόστος θα μπορούσε να μειωθεί σημαντικά κάνοντας χρήση Τεχνολογιών Πληροφορίας & Επικοινωνίας.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές

(Άρθρο του Μάνου Ματσαγγάνη από το protagon)

Συμβαίνει σπάνια ένα επιστημονικό ζήτημα με περίεργες τεχνικές πτυχές να συζητιέται ξαφνικά στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει τώρα, με τη διαμάχη γύρω από το ζήτημα των «δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών», θέμα με το οποίο ομολογώ ότι και εγώ έχω ασχοληθεί ελάχιστα από τότε που ήμουν δευτεροετής φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ.
Τι είναι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές; 
Με πολύ απλά λόγια, δείχνουν πόσο μειώνεται (αυξάνεται) το ΑΕΠ έπειτα από μια μείωση (αύξηση) του ελλείμματος. Όπως καταλαβαίνετε, το θέμα όμως είναι όντως ενδιαφέρον, αν και κατά τη γνώμη μου η πολιτική ερμηνεία θέλει προσοχή.
Λοιπόν, τα γεγονότα εν συντομία έχουν ως εξής:

Πριν από 3 μήνες, ρεπορτάζ των Financial Times (9 Οκτωβρίου 2012) ανέφερε ότι οι αξιωματούχοι του ΔΝΤ δεν θεωρούν πλέον ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές είναι 0,5 (η υπόθεση εργασίας του ΔΝΤ στα Μνημόνια της Ελλάδας και των άλλων χωρών), αλλά πολύ υψηλότεροι: από 0,9 έως 1,7. Το ρεπορτάζ επιβεβαιώθηκε σε «κείμενο συζήτησης» που υπογράφουν οι Blanchard και Leigh (μεγάλα κεφάλια του ΔΝΤ, ιδίως ο πρώτος), και το οποίο κυκλοφόρησε λίγο πριν από τις γιορτές με τη διευκρίνηση ότι πρόκειται για «προσωπικές απόψεις» των συγγραφέων.

Με λίγα λόγια, λένε οι συγγραφείς, μια μείωση του ελλείμματος κατά 5% (όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2010) δεν προκαλεί ύφεση 2,5% (0,5 x 5%), αλλά 2 ή και 3 φορές παραπάνω. Πράγματι, η ύφεση στην Ελλάδα ήταν 7% το 2011, 6% το 2012, 4% με 4,5% το 2013 και πάει λέγοντας. Οι Blanchard και Leigh λένε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έπρεπε να μειωθεί το έλλειμμα, αλλά ότι η μείωση έπρεπε να γίνει αλλιώς (με άλλη αναλογία αύξησης φόρων και μείωσης δαπανών), μαζί με ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές (άλλοι προσθέτουν: με διαφορετικό timing) κ.λπ.
Συνεπώς; Τι συμπέρασμα βγάζουμε από όλα αυτά; 
Ότι το λάθος που έκανε το ΔΝΤ το πληρώνουμε εμείς; 
Ότι κακώς υπήρξε το Μνημόνιο; 
Ότι τζάμπα τραβάμε όσα τραβάμε τα τελευταία 3 χρόνια;
Κατά τη γνώμη μου, η πολιτική ουσία του πράγματος δεν είναι αυτή. 
Η Ελλάδα στις αρχές του 2010 είχε κατ’ ουσίαν χρεοκοπήσει, αφού δεν μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές. Οι μόνοι που μας δάνειζαν ήταν η τρόικα (παραβιάζοντας μάλιστα την περίφημη ρήτρα μη διάσωσης, την οποία όλα τα μέλη της Ευρωζώνης -και η Ελλάδα- είχαν υπογράψει). 
Το να θεωρεί κανείς ότι επρόκειτο ποτέ να μας δάνειζαν άνευ όρων ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Πολύ περισσότερο, όταν η εν λόγω χώρα έδινε την (εν πολλοίς ορθή) εντύπωση σπάταλης και διεφθαρμένης Μπανανίας που μαγειρεύει τα νούμερα σε τερατώδη κλίμακα. 
Ας θυμηθούμε ότι η πρόβλεψη Παπαθανασίου για το έλλειμμα του 2009 ήταν 3,7% του ΑΕΠ, ενώ η τελική εκτίμηση της Eurostat ήταν 15,6%! (Παραβλέπω την τρέχουσα υπόθεση δικαστικής δίωξης Ζωής Γεωργαντά προς Ανδρέα Γεωργίου ως εμπίπτουσα στη σφαίρα της κοινωνικής ψυχολογίας, που άλλωστε δεν είναι ειδικότητά μου).

Συνεπώς, το θέμα ήταν (και παραμένει) άλλο: τι Μνημόνιο, ποιανού Μνημόνιο κ.λπ
Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, έχω γράψει επανειλημμένως ότι μια σοβαρή χώρα θα εκπονούσε μόνη της ένα εθνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρύθμισης των θεσμών, καθορίζοντας η ίδια τις δικές της προτεραιότητες. Δεν θα περίμενε να το κάνει για λογαριασμό της η ...τρόικα.
Πάντως, ακόμη πιο ενδιαφέρον μου φαίνεται ένα άλλο ζήτημα: Τι καθορίζει το μεγέθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών. Σε πρόσφατη εργασία τους οι Alcidi και Gros υπολογίζουν ότι στην Ελλάδα είναι 1,4 ενώ στις άλλες χώρες του Νότου (και στην Ιρλανδία) 0,8 με 1. Γιατί έχουμε μεγαλύτερους πολλαπλασιαστές από τα άλλα PIGS?

Όπως εξηγούν οι συγγραφείς, το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών γενικά εξαρτάται από τρεις παράγοντες: (1) τη ροπή προς αποταμίευση, (2) τον βαθμό εξωστρέφειας της οικονομίας και (3) το (πραγματικό) φορολογικό βάρος. 
Αυτά τα τρία μαζί λειτουργούν ως βαλβίδες ασφαλείας: Οσο μεγαλύτερο είναι το τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματος που αποταμιεύεται, το τμήμα του παραγόμενου προϊόντος που εξάγεται και το τμήμα του ακαθάριστου εισοδήματος που πηγαίνει σε φόρους, τόσο χαμηλότεροι είναι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές, δηλ. τόσο μικρότερη τελικά είναι η ύφεση έπειτα από μια μείωση του ελλείμματος κατά x%.

Με άλλα λόγια, η ύφεση στην Ελλάδα υπήρξε (και παραμένει) βαθύτερη από το αναμενόμενο κυρίως λόγω 
(1) υπερκαταναλωτισμού με δανεικά, 
(2) χαμηλής εξαγωγικής επίδοσης και 
(3) μεγάλης φοροδιαφυγής. 
Όλα εντελώς δικά μας προβλήματα, που καλό θα είναι κάποτε να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε. Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει πρώτα να αφήσουμε μια και καλή πίσω μας την αφόρητη συζήτηση για τις «προδοτικές ευθύνες» όσων υπέγραψαν το Μνημόνιο (αλλά όχι βέβαια όσων έστειλαν τα ελλείμματα στα ύψη, που συχνά είναι οι ίδιοι που φωνάζουν σήμερα).

Και ένα τελευταίο: Οι επιδράσεις των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών είναι προσωρινές. Άλλωστε, εάν δεν ήταν, θα μπορούσε μια χώρα να έχει ανάπτυξη με δανεικά επ’ αόριστον (ξέρω: αυτό ακριβώς πιστεύουν πολλοί ανάμεσά μας, ακόμη και τώρα...)
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι και η σημερινή ύφεση θα είναι προσωρινή. Αντίθετα, η δημοσιονομική εξυγίανση, εάν έχει διάρκεια (δηλ. εάν δεν ξανακυλήσουμε), θα αποκαταστήσει ένα μόνιμα βελτιωμένο περιβάλλον για την αποδοτικότερη λειτουργία της οικονομίας. 
Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι η «διόρθωση» μέσω της λιτότητας ήταν αφενός αναπόφευκτη -και μάλιστα, ύστερα από τόσο μεγάλο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αναπόφευκτα μεγάλη- και αφετέρου μακροπρόθεσμα χρήσιμη.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη της άλλης όψης (...) Η ύφεση μπορεί να είναι προσωρινή στη μακρά διάρκεια, αλλά στο παρόν (στο οποίο ζούμε) είναι ήδη βαθιά και παρατεταμένη. Αυτό, εάν δεν προσέξουμε, μπορεί να αφήσει μεγάλες πληγές που επουλώνονται δύσκολα.

Δεν αναφέρομαι εδώ στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής που προκάλεσε το γενικευμένο «ο σώζων εαυτόν σωθείτω» (αντίδραση που πηγάζει από την παντελή έλλειψη αυτογνωσίας ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας). Αναφέρομαι στις άλλες τοξικές επιδράσεις μιας παρατεταμένης ύφεσης. 
  • Η μακροχρόνια ανεργία απελπίζει ανθρώπους και αχρηστεύει δεξιότητες. 
  • Η μετανάστευση των πιο μορφωμένων νέων μας είναι σωτήρια για τους ίδιους, αλλά απώλεια για όσους μένουν πίσω. 
  • Η φτώχεια των παιδιών μας δεν έχει μόνο κοινωνικές συνέπειες, έχει και οικονομικές: φθείρει το μελλοντικό ανθρώπινο κεφάλαιο από το οποίο θα εξαρτηθεί η ανάκαμψη και η μελλοντική μας ευημερία. 
Για όλα αυτά, και ιδίως για το τελευταίο, μπορούμε να κάνουμε πολλά, ακόμη και εν μέσω λιτότητας και ύφεσης (ή μάλλον: ειδικά εν μέσω λιτότητας και ύφεσης).

Αυτό είναι το νόημα της δίκαιης λιτότητας: αναλογική κατανομή των βαρών, προστασία των ασθενέστερων. 
Ας αρχίσουμε να συζητάμε για αυτά. 
Έχουμε ήδη χάσει πολύ χρόνο συζητώντας για ανοησίες.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Broken dreams


(άρθρο του Λεωνίδα Καστανα στην Athens  Voice)

H Ελλάδα είναι από καιρό στα δύσκολα και θα αργήσει να βγει. Αυτή το επέλεξε. Τη σημερινή δυσκολία την έχτισε πέτρα την πέτρα εδώ και σαράντα χρόνια. Τώρα απολαμβάνει τα αποτελέσματα της στενής παραγωγικής βάσης, του εθισμού στην κατανάλωση, του παθογόνου κράτους. Τώρα πια οι φωνές, οι απεργίες, οι εκκλήσεις δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Οι διαμαρτυρόμενες, δικαίως ή αδίκως, κοινωνικές ομάδες παρελαύνουν σχεδόν εθιμικά και αποσύρονται στη δυσκολία τους. Το μάτι των ανέργων είναι πέτρινη γροθιά.
Μας αρέσει να χρεώνουμε τα λάθη στα δυο κόμματα που μας κυβέρνησαν. Στον Αντρέα, στο Σημίτη, στον Κώστα Καραμανλή. Καμιά όμως επιλογή πορείας ενός έθνους δεν περπατάει αν δεν τη θέλει, δεν την ασπάζεται η κοινωνία του.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 70 η κοινωνία είχε δείξει τις προθέσεις της. Ήταν τότε που τα πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Ιταλίας γέμιζαν από τα τέκνα των εργατών και των αγροτών που ήλπιζαν σε μια καλύτερη τύχη. Ήταν τότε που η αστυφιλία και η αντιπαροχή σάρωναν. Κανείς αγρότης ή εργάτης δεν ήθελε να δει το παιδί του στο χωράφι ή στη φάμπρικα. Μόνο στην πόλη και επιστήμονα.
Τόπιασε αυτό ο Αντρέας, μίλησε για μη προνομιούχους και αυτοί που έπρεπε το κατάλαβαν. Έκλεισε τα εργοστάσια και άνοιξε πανεπιστήμια. Έσπρωξε το χρήμα των επιδοτήσεων στους επιτήδειους και τους άφησε να το κάνουν πτυχία, σπίτια και καταναλωτικά προϊόντα, όχι καλλιέργειες και βιομηχανίες. Δυσκολεύονταν τα παιδιά να βγάλουν τη σχολή; Κατέβαζε το επίπεδο σπουδών στα πανεπιστήμια. Είχαν υπαρξιακές ανησυχίες τα παιδιά; Τα άφηνε να τα σπάνε για να εκτονώνονται. Τελείωναν τα παιδιά και ζητούσαν δουλειά; Τους άνοιγε το κράτος, δημιουργούσε οργανισμούς, ειδικότητες, νέα σχολεία, μεγέθυνε τον τριτογενή τομέα για να τα καλύπτει.
Επάγγελμα, τι επάγγελμα, παροχή υπηρεσιών. Ο ένας πουλούσε στον άλλο υπηρεσίες, συχνά άχρηστες για να κυκλοφορεί το χρήμα, να βράζει η χώρα στο ζουμί της. Κανείς δεν ήθελε να αξιοποιήσει τις γνώσεις του σε μια βιομηχανία, κανείς δεν ήθελε να φτιάξει κάτι και να βγει στην παγκόσμια αγορά να το πουλήσει, τότε που ακόμα οι Κινέζοι ζούσαν έξω από τον κόσμο. Η αγροτική παραγωγή έφθινε σα μηδενική ακολουθία, η χώρα έχανε το βιομηχανικό δυναμικό της, η φορολογητέα ύλη εξαφανίζονταν. Ο δανεισμός ήταν η μόνη λύση.
Η γιγάντωση του κράτους γέννησε τη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις, την κομματοκρατία, τη φαυλότητα. Αγύρτες πολιτικοί έπαιρναν τα βοσκόπουλα από τα μαντριά τα κατέβαζαν στην πόλη να βγάλουν ένα ΤΕΛ και τα φύτευαν στις κρατικές υπηρεσίες να γίνουν πρασινοφρουροί και παραχαράκτες του δημόσιου συμφέροντος.
Οι επίγονοι του Αντρέα ακολούθησαν την ίδια πονηρή συνταγή, τη συνταγή που ήθελε ο κόσμος. Οι κυβερνήσεις του 45% ήταν αποτέλεσμα της δίψας για περισσότερο κράτος, για περισσότερα προνόμια και προσόδους. Οι έννοιες της επιχειρηματικότητας και του έντιμου κέρδους δαιμονοποιήθηκαν. Με την είσοδο στο Ευρώ, το φθηνό δανεικό χρήμα, τα κοινοτικά πακέτα και η πτώση των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων οδήγησαν σε καταναλωτικό παροξυσμό. Η Ελλάδα μπορούσε επιτέλους να καταναλώνει περισσότερο από αυτό που παρήγαγε, κανένας δεν ασχολιόταν με τα ελλείμματα. Είχαμε περάσει σε ένα παράλληλο σύμπαν στο οποίο οι θερμοδυναμικοί νόμοι, οι νόμοι της οικονομίας της φύσης δεν είχαν ισχύ.
Πίσω από τα νέφη αυτού του παροξυσμού οι πονηροί, οι κομπραδόροι, οι κομματοθρεμμένοι «επιχειρηματίες» αγόραζαν και πουλούσαν στο κράτος όπλα, κομπιούτερ, νοσοκομεία, αναλώσιμα, όλα σε τιμές δέκα φορές πάνω δίνοντας ταυτόχρονα στους κατάλληλους διαχειριστές τη νόμιμη μοίρα. Η κοινωνία χειροκροτούσε, αγωνιώντας μόνο μήπως και χάσει το επόμενο πλιάτσικο.
Η Αριστερά ανίκανη μέσα στην ιδεοληψία της βοηθούσε να κλείσει μια ακόμα παραγωγική επιχείρηση, γιατί νόμος ήταν το δίκιο του εργάτη. Και το δίκιο του εργάτη ήταν να γίνει δημόσιος υπάλληλος. «Ξέχασε» τη βασική μαρξιστική ιδέα, περί ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Οι κομματικές νομενκλατούρες δεν ήξεραν τι ήταν το ένσημο. Νόμιζαν ότι παραγωγικές δυνάμεις ήταν μόνο οι υπάλληλοι των ΔΕΚΟ, οι δάσκαλοι, οι εργαζόμενοι στις ΜΚΟ και οι πολεοδόμοι. Λιγότερη δουλειά στους άχρηστους κρατικούς οργανισμούς και περισσότερα επιδόματα. Αυτή ήταν η εργατική τους πολιτική.
Αλλά ακόμα και αν η χώρα έκανε την επιλογή να ασχοληθεί μόνο με τον τριτογενή τομέα, μπορούσε να το κάνει καλύτερα. Αφού ήθελε πολλά πανεπιστήμια, ας έφτιαχνε και μερικά άριστα και ξενόγλωσσα ώστε να προσελκύει τους λαούς της Ανατολής και τα πετροδολάριά τους. Ας άνοιγε την αγορά της γνώσης ώστε να μη χάνεται δικό της χρήμα στην Βουλγαρία, και τη Ρουμανία με αμφίβολα αποτελέσματα. Αν ήθελε να βγάζει χιλιάδες γιατρούς ας έστηνε μια φάμπρικα ιατρικού τουρισμού στον τόπο με το καλύτερο κλίμα του κόσμου. Ας φρόντιζε να πουλάει ακριβά τον ήλιο και τη θάλασσα, χωρίς να καταστρέφει το φυσικό της περιβάλλον. Αν ήθελε μεγάλες πόλεις, ας φρόντιζε να φτιάξει κανόνες και βιώσιμα οικιστικά προγράμματα και όχι πολεοδομικά εκτρώματα.
Αλλά οι κανόνες και ο ορθολογισμός απαιτούσαν πειθαρχία, ευνομία και συνεργασία και κανείς δεν ήθελε κεχαγιά στα επιδόματά του. Η αριστεία στα πανεπιστήμια απαιτούσε άριστους δασκάλους και φοιτητές, η ορθολογική δημόσια υγεία απαιτούσε αφοσίωση στο καθήκον, το βιώσιμο περιβάλλον απαιτούσε οικολογική κουλτούρα. Αλλά η Ελλάδα ήθελε «Πάριο και Αλεξίου, Ρίτσο σε νταμάρια, κουλτούρα καφενείου». Και οι πολιτικοί της ταγοί, σάρκα εκ της σαρκός της, παρείχαν την κουλτούρα αυτή απλόχερα με δανεικά που θεωρούσαν αγύριστα.
Ο κρατισμός εξυπηρετούσε την προσοδοθηρία και αυτή με τη σειρά της γεννούσε την κοινωνική αναλγησία, τον ατομικισμό, τον αφόρητο κομφορμισμό. Η κοινωνική συνοχή ήταν μια φενάκη που καλυπτόταν πίσω από την κατανάλωση με δανεικά. Η χώρα ήταν βαθιά και πολλαπλά διαιρεμένη σε οικογένειες, χωριά, Άνω και Κάτω Παναγιά, ΕΣΣΟ και ΑΣΜ, συνοικίες, συμμορίες, σωματεία, συμμαθητές, συμπολεμιστές, συναδέλφους, συντεχνίες και κυρίως σε συντρόφους, οπαδούς κομμάτων σε μια αέναη πάλη μεταξύ τους. Όλοι εναντίον όλων με έπαθλο το επίδομα, την αργομισθία, τη μπίσνα, την αρπαχτή, το κύπελλο. Αντιθέτως, έννοιες όπως συναίνεση, διαπραγμάτευση, συμβιβασμός, συνεργασία ήταν και είναι συνώνυμα της προδοσίας.
Μέσα σε κάθε ψηφίδα αυτού του απίθανου μωσαϊκού υπήρχε μια βαθύτερη διαίρεση, αυτή των insiders και outsiders. Σε κάθε υποσύνολο υπήρχαν οι εντός και οι εκτός, αυτοί που νέμονταν τη μικροεξουσία και τα υποζύγια, οι βαστάζοι, οι αφισοκολλητές που ονειρεύονταν να περάσουν από την «απέξω» στην «απομέσα». Οι insiders είχαν την πρόσβαση παντού, είχαν τη φωνή, είχαν την συνδρομή του κράτους και των κομμάτων, ήταν το κοινωνικό πρότυπο, το παράδειγμα.
Τα όνειρα του εργάτη και του αγρότη της δεκαετίας του 70 είχαν δικαιωθεί. Η Ελλάδα δεν παρήγαγε πια ούτε πατάτες, ούτε καρφίτσες, όλοι είχαν γίνει αρχιτέκτονες και συνάδελφοι.
Αυτός ο τρόπος «ανάπτυξης» και κοινωνικής οργάνωσης μόνο φούσκες μπορούσε να γεννήσει. Φούσκα στις κατασκευές για να δικαιωθεί το όνειρο του μικροαστού για γκαράζ και γρασίδι, φούσκα στην εκπαίδευση για να αποκτήσουν όλα τα παιδιά τα τυπικά (μόνο) προσόντα για μια θέση στο δημόσιο, φούσκα στην οικονομία, με μισθούς που δεν μπορούσε να σηκώσει η παραγωγική βάση της χώρας.
Το πολιτικό σύστημα προσανατολίστηκε, στην ίδια κατεύθυνση. Σήμερα μιλάμε για την έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων. Μα ποιος ήταν τόσο βλάκας ώστε να θέλει να συνεργαστεί με τον άλλον; Και γιατί; Μήπως για να αποκτήσει η χώρα ένα αναπτυξιακό σχέδιο; Και τι να το κάνει; Ποιος ήθελε να παράγει πράγματα; Όλη η σπουδή ήταν ποιος θα πλειοδοτήσει σε παροχές, ποιος θα δελεάσει τους πελάτες, ποιος θα υποστηρίξει το πιο παράλογο αίτημα, ώστε να ανέβει επάνω και να πάρει την κουτάλα στην κατοχή του. Να μοιράσει το δανεικό χρήμα. Όλο αυτό το κρατικό μόρφωμα κατασκευάστηκε ως απάντηση στα κοινωνικά αιτήματα. Φτιάχτηκε έτσι ώστε να μην εξυπηρετεί κανέναν παρά μόνο τους εργαζόμενους σε αυτό και τους πολιτικούς διαχειριστές του. Την επομένη κάθε εκλογής οι νικητές αναλάμβαναν να το επεκτείνουν ώστε να μπορεί να ικανοποιεί νέα εκλεκτή πελατεία που θα αναπαρήγαγε την εξουσίας τους.
Στη χώρα της διαίρεσης λατρεύτηκε ό,τι το σοσιαλιστικό και μισήθηκε ό,τι το φιλελεύθερο. Το πρώτο παρέπεμπε στο κράτος διανεμητή, το δεύτερο στον υγιή ανταγωνισμό, την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα. Στην Ελλάδα αυτά είναι αντίθετα.
Και μετά ήρθαν οι μέλισσες.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση άλλαξε τα κόζια, οι δανειστές ζητούσαν τα λεφτά τους, η Ευρώπη έβαλε έστω και καθυστερημένα όρους για να μην αφήσει τη χώρα να χρεοκοπήσει ανοικτά. Η Ελλάδα σήμερα ξερνάει αυτά που έφαγε τα τριάντα τελευταία χρόνια και την πείραξαν. Αγανακτεί και φυσικά χρεώνει το χάλι της στους δανειστές που συντηρούσαν τα βίτσια της.
Η Ελλάδα βρίσκει καταφύγιο στη βία για να καλύψει τις πομπές της. Υποκρίνεται ότι αυτός που γιαουρτώνει, καταλαμβάνει, δέρνει και μαχαιρώνει, αυτόματα δικαιώνεται. Η βία συντηρεί τη διαίρεση και την πολλαπλασιάζει. Σκορπίζει το φόβο και αναγκάζει τους άμαχους και τους ελεύθερους κάπου να στρατευθούν, σε κάποιον να προσκολληθούν ώστε να επιβιώσουν. Η βία μάχεται την κοινωνία των ελεύθερων πολιτών, γι αυτό και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα την ανέχεται, την εκθειάζει, τη διαχωρίζει σε κακή και καλή, σε δεξιά και αριστερή, σε δική μας και δική τους.
Η Ελλάδα ψηφίζει ΧΑ και ΣΥΡΙΖΑ όχι γιατί πιστεύει στο Ναζισμό ή στον Αριστερισμό αλλά για να τιμωρήσει τους εκλεκτούς της επιβήτορες που σήμερα έχουν αδυναμία να την ικανοποιήσουν. Αφήνει στο σβηστό 1,5 εκατομμύριο ανέργους χωρίς καμιά βοήθεια, αφήνει παιδιά να πεινάνε, αλλά συζητά στα σοβαρά αν πρέπει οι οδηγοί του Μετρό να εξαιρεθούν από το ενιαίο μισθολόγιο και αν οι αγρότες πρέπει να πληρώνουν φόρους. Δεν θέλει αλλαγές στη δημόσια δωρεάν παιδεία, ενώ συμμετέχει σε αυτήν τυπικά και χρυσοπληρώνει την ιδιωτική για να μάθει γράμματα. Δυσφορεί και αγανακτεί για το πλήθος και το είδος των μεταναστών αλλά τους χρησιμοποιεί και τους εκμεταλλεύεται με τον πιο βάρβαρο τρόπο.
Είναι όμως και σιγουρατζού. Θέλει να μείνει στην ΕΕ, αλλά βρίζει και τη Μέρκελ που δεν καταλαβαίνει το πρόβλημα της κυρίας που θα την μετατάξουν και θα χάσει τη βολή της. Ζητάει κεφάλαιο κίνησης από το ανύπαρκτο τραπεζικό σύστημα αλλά έχει και το χρήμα της εκτός αυτού για σιγουριά. Θέλει καλύτερους μισθούς αλλά δεν θέλει και να πληρώνει περισσότερους φόρους. Στηρίζει το Σαμαρά, έχει όμως και τις αμφιβολίες της και θέλει και το νουνεχή Φώτη δίπλα του, να ηρεμεί το παιχνίδι.
Όταν οι αρχαίοι Αθηναίοι πίστεψαν το δημαγωγό Αλκιβιάδη και όχι το συνετό Νικία και αποφάσισαν να κάνουν την εκστρατεία στη Σικελία, έβαλαν αρχηγό της επιχείρησης το Νικία για να είναι σίγουροι. Αυτό βέβαια δεν τους γλίτωσε από την καταστροφή. Κάπως έτσι συμπεριφέρονται και απόγονοί τους. Μόνο που ο σημερινός Αλκιβιάδης δεν πήγε στη Σικελία. Πήγε μια βόλτα στη Νότια και Βόρεια Αμερική. Είδε τι παίζει, κάτι κατάλαβε, ίσως και να φοβήθηκε και αποφάσισε να μαζευτεί. Το αν θα γλιτώσουμε την καταστροφή είναι και δική του υπόθεση. Το ξέρει φαντάζομαι.

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Μια φανταστική συζήτηση

Πώς θα έβλεπαν την ευρωπαϊκή οικονομική κρίση οι πιο διάσημοι οικονομολόγοι του 19ου και του 20ου αιώνα; Μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο Λάρι Έλιοτ, οικονομικός συντάκτης της βρετανικής εφημερίδας Guardian, επιχείρησε να δημιουργήσει ένα φανταστικό πάνελ ανάμεσα σε κορυφαίους του παρελθόντος, με θέμα την κρίση χρέους στην ευρωζώνη και την ΕΕ και συντονίστρια την διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Τοποθέτησε στο ίδιο τραπέζι του Νταβός τον Γερμανό θεμελιωτή του κομμουνισμού και συγγραφέα του «Κεφαλαίου» Καρλ Μαρξ (1818 – 1883), τον Βρετανό υπέρμαχο της ανάπτυξης με ελεγχόμενο κρατικό παρεμβατισμό Τζον Μέιναρντ Κέινς (1883 – 1946), τον Αμερικανό θιασώτη του αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού, ιδρυτή της λεγόμενης «Σχολής του Σικάγο» Μίλτον Φρίντμαν (1912 – 2006) και τον Γερμανό οπαδό της ανθρώπινης κλίμακας στην οικονομία και συγγραφέα του «Το μικρό είναι όμορφο», Ερνστ Φρίντριχ Σουμάχερ (1911-1977). Μίλτον Φρίντμαν εναντίον Καρλ Μαρξ ; Ακριβώς. Ιδού τα αποτελέσματα της χορταστικής «κουβέντας» ανάμεσά τους:
 
Λαγκάρντ (απευθύνεται στον πρεσβύτερο των ομιλητών, τον Μαρξ): Καρλ, πως βλέπεις την κατάσταση στη Ευρώπη σήμερα;
 
Μαρξ: Η καπιταλιστική τάξη που συγκεντρώθηκε στο Νταβός πέρασε τις τελευταίες μέρες γκρινιάζοντας για την ανεργία και την έλλειψη ζήτησης για τα προϊόντα της. Αυτό που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν είναι ότι όλα αυτά είναι αναπόφευκτα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Υπάρχει μια τάση για υπερ-επενδύσεις και υπερ-παραγωγή και μια ταυτόχρονη πτώση του κέρδους, την οποία, ως είθισται, οι εργοδότες προσπαθούν να εξισορροπήσουν κόβοντας τους μισθούς και δημιουργώντας μια εφεδρική στρατιά εργαζομένων. Γιαυτό υπάρχουν πάνω από 200 εκατ. άνθρωποι άνεργοι ανα τον κόσμο και μια διαρκής τάση για κοινωνική ανισότητα. Είναι πιθανό το 2013 να είναι καλύτερο από το 2012, αλλά και πάλι θα μιλάμε για μια απλή ανάπαυλα.
 
Λαγκάρντ: Εκανες μια εξαιρετικά απαισιόδοξη ανάλυση, Καρλ. Οι μισθοί ανεβαίνουν με γρήγορους ρυθμούς σε κάποια μέρη του κόσμου, όπως η Κίνα, αν και συμφωνώ πως η ανισότητα αποτελεί απειλή. Οι δικές μας εκτιμήσεις, του ΔΝΤ, λένε πως όντως η ανισότητα συνδέεται με την οικονομική αστάθεια.
 
Μαρξ: όντως οι αναδυόμενες αγορές αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς, αλλά κι αυτοί εν καιρώ θα αντιμετωπίσουν τα ίδια προβλήματα.
 
Λαγκάρντ (απευθύνεται στον Κέινς)Μέιναρντ, πιστεύεις ότι η κατάσταση είναι τόσο άσχημη όσο την περιγράφει ο Καρλ;
 
Κέινς: Όχι, εγώ δεν το πιστεύω. Το πρόβλημα είναι σοβαρό, αλλά λύνεται. Όταν εμείς αντιμετωπίσαμε παρόμοια κρίση, απαντήσαμε με επιθετική χαλαρότητα της νομισματικής μας πολιτικής, μειώνοντας τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα επιτόκια. Στις ΗΠΑ, ο φίλος μου ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ, υποστήριξε μια νομοθεσία που θα επέτρεπε την οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα και την κερδοφορία για τις επιχειρήσεις. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η διεθνής κοινότητα ίδρυσε το ΔΝΤ προκειμένου να εξισορροπήσει την ανισορροπία των πληρωμών, να αποτρέψει τους νομισματικούς πολέμους που θα ξεκινούσαν λόγω της στρατηγικής «beggar-thy-neighbor» (η «εξαγωγή της κρίσης στον γείτονα») και να ελέγχει τη μετακίνηση του κεφαλαίου. Όμως ξεχάσαμε όλα αυτά τα μαθήματα. Σήμερα η ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής είναι λανθασμένη, οι νομισματικοί πόλεμοι συνεχίζονται και ο οικονομικός τομέας παραμένει χωρίς μεταρρυθμίσεις. Τα οικονομικά δείχνουν κολλημένα στο παρελθόν, λες και οι φυσικοί νόμοι δεν άλλαξαν στο κόσμο απ’ την εποχή του Κέπλερ.
 
Λαγκάρντ (απευθύνεται στον Φρίντμαν): Εσύ, Μίλτον, διαφωνείς με αυτό που λεει ο Μέιναρντ;
 
Φρίντμαν: σε αντίθεση με τον Μέιναρντ, εγώ δεν θα υποστήριζα μέτρα που θα αύξαναν την διαπραγματευτική ισχύ των συνδικάτων, αλλά σίγουρα θα υποστήριζα αυτό που προσπαθεί να κάνει τωρα ο Μπεν Μπερνάνκι [πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ] με την αμερικανική νομισματική πολιτική και θα προωθούσα, αν μπορούσα, ακόμη πιο δραστικά μέτρα. Όπως για παράδειγμα μια νομισματική πολιτική που θα είχε στόχο την ονομαστική παραγωγή, δηλαδή την αύξηση του οικονομικού μεγέθους που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στον πληθωρισμό. Αν η αύξηση αυτή είναι τοσο υψηλή, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να σκληρύνουν την πολιτική τους. Αν όμως είναι χαμηλή, θα πρέπει να την χαλαρώσουν. Σε ακραίες περιστάσεις, θα επέτρεπα τακτικές που θολώνουν την διάκριση ανάμεσα στη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική. Εγώ αυτό εννοώ λέγοντας πως θα έπρεπε να «πέσουν λεφτά στην οικονομία από ελικόπτερο».
 
Λαγκάρντ (δίνει τον λόγο στον Σουμάχερ): Εσύ, Φριτζ, πώς κρίνεις την κατάσταση της οικονομίας σήμερα;
 
Σουμάχερ: Βλέπω πως υπάρχει μια εμμονή στην ανάπτυξη με κάθε κόστος, παραβλέποντας τις όποιες περιβαλλοντικές ζημίες. Η κλιματική αλλαγή δεν αναφέρθηκε καθόλου εδώ στο Νταβός, ειδικά μετά από μια χρονιά όπως το 2012, όπου σημειώθηκαν πολλά ακραία καιρικά φαινόμενα. Κανείς δεν δείχνει να ασχολείται με την υπερθέρμανση του πλανήτη και η τρέχουσα ύφεση αδιαφορεί ολοένα και περισσότερα για «πράσινες» πολιτικές. Όλα γίνονται στη λογική των «μπίζνες» και του κέρδους: χτίστε δρόμους, μεγαλώστε τα αεροδρόμια, προσπαθήστε να τονώσετε την κατανάλωση αγαθών. Οι σημερινοί επιστήμονες λένε πως οι παγκόσμιες θερμοκρασίες σύντομα θα επιστέψουν σε επιπεδα πολύ ανώτερα αυτών που επικρατούσαν επί Βιομηχανικής Εποχής.
 
Λαγκάρντ: Μέιναρντ, τι λες για όλα αυτά;
 
Κέινς: Συμφωνώ απολύτως. Αν ήμουν ο Ρούσβελτ, θα καλούσα για ένα νέο Πράσινο New Deal (η «Νέα Συμφωνία» το 1932). Δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο χωρίς ανάπτυξη, αλλά όπως λεει ο Φριτζ, χρειαζόμαστε επειγόντως μια πιο καθαρή και πιο έξυπνη ανάπτυξη. Γιατί αν συνεχίσουμε με αυτόν τον τρόπο, η επόμενη γενιά θα είναι «ψημένη, τσουρουφλισμένη και καμένη».
 
Σουμάχερ: Ετσι είναι. Δεν θα μπορούσα να το διατυπώσω καλύτερα.

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Ομιλία του Φώτη Κουβέλη, στην εκδήλωση της ΔΗΜΑΡ για το πολιτικό σύστημα (30/1/2013)

Η σημερινή μας εκδήλωση ανοίγει έναν κύκλο παρεμβάσεων της Δημοκρατικής Αριστεράς που φιλοδοξεί να στρέψει το δημόσιο διάλογο σε κρίσιμα και σημαντικά θέματα. Στα μείζονα. Σήμερα είναι αναγκαία η προώθηση ενός πλέγματος αλλαγών σε όλο το πολιτικό σύστημα. Αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που είναι πλέον ώριμες και εφικτές.

Παίρνω τον λόγο μετά από μια σειρά διακριμένων επιστημόνων και διανοουμένων με βαθιά γνώση στα θέματα που συζητούμε σήμερα. Ο καθένας τους ανέλυσε κρίσιμους τομείς του πολιτικού συστήματος και κατέγραψε όψεις της λύσης.
Η ελληνική κρίση, μπορεί να εκφράστηκε ως οικονομική κρίση, αλλά είναι βαθύτατα πολιτική, θεσμική, συστημική. Το πολιτικό σύστημα δημιούργησε το πελατειακό κράτος, ιδιοποιήθηκε τη δημόσια διοίκηση, οδήγησε τη χώρα στο τέλμα της διαφθοράς και διαμόρφωσε ένα κατακερματισμένο κράτος ανίκανο να υλοποιήσει δημόσιες πολιτικές. Ένα κράτος πεδίο διεκδίκησης και άκριτης ενσωμάτωσης ατομικών και συντεχνιακών αιτημάτων σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Για αυτό μια στρατηγική εξόδου από την κρίση οφείλει να απαντήσει πειστικά στο πρόβλημα του πολιτικού συστήματος.
Ο στόχος της εξόδου από την κρίση συνδυάζεται άρρηκτα με τη διαμόρφωση μιας νέας θεσμικής πραγματικότητας. Αλλάζοντας το πολιτικό σύστημα θα σπάσουμε τον κρίκο της κακοδαιμονίας και απελευθερώνουμε τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές εισηγήσεις των ομιλητών, θέλω εκ μέρους της ΔΗΜΑΡ να καταθέσω τους προβληματισμούς και τις προτάσεις μας.

Πρώτον: Εξυγίανση του πολιτικού συστήματος / διαφάνεια παντού
Ο έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών και των στελεχών του δημόσιου τομέα που διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα πρέπει να προχωρήσει, αξιοποιώντας το θεσμικό πλαίσιο που υπάρχει και δίνει μεγάλες δυνατότητες. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι αναδρομικός και να οδηγήσει  στη δήμευση περιουσιών για όσους τα περιουσιακά τους στοιχεία δεν δικαιολογούνται από τα νόμιμα εισοδήματά τους.
Είναι αναγκαία η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου περί ευθύνης υπουργών και η υπαγωγή των περιπτώσεων οικονομικών εγκλημάτων υπουργών στις διατάξεις του νόμου για τους καταχραστές του Δημοσίου και της καταπολέμησης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποκλείεται η συντομότερη παραγραφή από αυτήν που ισχύει για όλους τους Έλληνες πολίτες. Είναι προφανές δε ότι πρέπει να καταργηθούν οι ρυθμίσεις του άρθρου 86 του Συντάγματος. Η δε βουλευτική ασυλία πρέπει να αφορά αποκλειστικώς στην άσκηση των κοινοβουλευτικών – πολιτικών τους καθηκόντων.

Δεύτερον: Εκλογικό σύστημα – εκλογικός νόμος
Ακούσαμε τους καθηγητές κ. Νικολακόπουλο και κ. Κοντιάδη, που αναφέρθηκαν στο ζήτημα του εκλογικού συστήματος. Υπενθυμίζουμε ότι θα πραγματοποιήσουμε ξεχωριστή εκδήλωση του κόμματος για το θέμα αυτό.
 Έχουμε ταχθεί υπέρ της καθιέρωσης της απλής αναλογικής ώστε να αποτυπώνεται πιστά στο κοινοβούλιο η βούληση του εκλογικού σώματος. Υποστηρίζουμε την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών. Αυτό παραμορφώνει την λαϊκή βούληση.

Τρίτον: Χρηματοδότηση των κομμάτων – διαφάνεια – κόστος πολιτικού συστήματος
Ακούσαμε τους καθηγητές κ. Αλιβιζάτο και κ. Κοντιάδη, που αναφέρθηκαν στο ζήτημα της διαφάνειας της χρηματοδότησης των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού.
Όλοι ξέρουν ότι έχουμε υποστηρίξει τη γενναία μείωση της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων και γενικά τη μείωση του κόστους του πολιτικού συστήματος.
Έχουμε υποστηρίξει τη μείωση της βουλευτικής αποζημίωσης. Πέραν των μειώσεων που ήδη έχουν γίνει υποστηρίζουμε την κατάργηση της αποζημίωσης των βουλευτών για την συμμετοχή τους στις επιτροπές της Βουλής, των προνομιακών ρυθμίσεων στη φορολογία των βουλευτών και της βουλευτικής σύνταξης.
Η συνταξιοδότηση των βουλευτών να γίνεται μόνον από τον οικείο επαγγελματικό ασφαλιστικό τους φορέα.

Τέταρτον: Σχέσεις ΜΜΕ και πολιτικής
Η σχέση των ΜΜΕ με το πολιτικό σύστημα είναι κορυφαίο ζήτημα αξιοπιστίας και διαφάνειας. Είναι απαραίτητη η δημιουργία θεσμικού πλαισίου που θα ρυθμίζει τα ζητήματα των ΜΜΕ και τις αδειοδοτήσεις. Η δημόσια τηλεόραση πρέπει να είναι ανεξάρτητη, να  ελέγχεται και να λογοδοτεί στην Επιτροπή θεσμών και διαφάνειας της Βουλής, η οποία θα διορίζει και τα εκτελεστικά όργανα της διοίκησής της.
  
Πέμπτον: Δημόσια διοίκηση
Ακούσαμε τον καθηγητή κ. Σωτηρέλλη και τη Συνήγορο του Πολίτη κ. Σπανού για την αλλαγή του διοικητικού συστήματος. Πράγματι, η μεταρρύθμιση του κράτους, η απόκρουση της πελατειακής λογικής, της διασύνδεσης με ιδιωτικά συμφέροντα αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για μια αποτελεσματική και χρηστή διοίκηση.
Οι λογικές που θεωρούν το κράτος ως κομματικό λάφυρο πρέπει να αποκλειστούν.
Η χώρα χρειάζεται ένα κράτος αξιόπιστο, σύγχρονο, παραγωγικό και αποτελεσματικό. Ένα κράτος δημοκρατικό, αποκεντρωμένο, στην υπηρεσία του πολίτη και της κοινωνίας .
Η Διοικητική Μεταρρύθμιση που προωθείται με στόχο την ανασυγκρότηση του Δημοσίου, την αξιολόγηση και την ορθολογική κατανομή του προσωπικού μέσα από την κινητικότητα, είναι απάντηση και λύση των προβλημάτων που καθηλώνουν τη δημόσια διοίκηση.
Η οικονομική κρίση επέτεινε τις αδυναμίες της Δημόσιας Διοίκησης, κυρίως σε σχέση με την ανταπόκριση στις υπηρεσίες προς τους πολίτες. Είναι απαραίτητη η προώθηση των μεταρρυθμίσεων σε πολλούς τομείς, με χαρακτηριστικούς αυτούς της κοινωνικής προστασίας και της υγείας. Κρίσιμο ζήτημα όμως είναι οι μεταρρυθμίσεις να οδηγούν στην αντιμετώπιση των συστημάτων διαφθοράς που λυμαίνονται τους δημόσιους πόρους και όχι στη μεταφορά του κόστους στους πολίτες με υποβάθμιση των υπηρεσιών. Και εδώ πρέπει να γίνουν πολλά συγκεκριμένα βήματα.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδουμε στην ενίσχυση των Ανεξάρτητων Αρχών. Η πολιτική, οργανωτική, λειτουργική και οικονομική ανεξαρτησία τους είναι αναγκαία και αδιαμφισβήτητη. Πέραν του ρόλου τους ως εγγυητών των δικαιωμάτων, θα κληθούν να ρυθμίσουν επαρκώς νέα πεδία δραστηριοτήτων.
Ο δημόσιος διάλογος για τη αλλαγή του πολιτικού συστήματος πρέπει κατά τη γνώμη μας να αναπτυχθεί ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα. Το πρώτο εντός του σημερινού συντάγματος από τον κοινό νομοθέτη, όπου ανήκουν τα περισσότερα από όσα είπα προηγουμένως. Το δεύτερο επίπεδο για όσα απαιτούν συνταγματική αναθεώρηση.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος απαιτεί ευρύτερες και προωθητικές συνθέσεις.

Ζητήματα που θεωρούμε ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι :
ü  Σαφής διάκριση εξουσιών. Αλλαγές στις υπερεξουσίες του πρωθυπουργού και της εκτελεστικής εξουσίας. Αλλαγές στον τρόπο εκλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Διακριτός ρόλος εκκλησίας-κράτους. Ουσιαστικότερος ρόλος της Βουλής.
ü  Ρυθμίσεις για τη δημοσιονομική διαχείριση, τη διαδικασία σύνταξης προϋπολογισμού και ελέγχου της εκτέλεσής του,  που θα εξασφαλίζουν τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας.
ü  Καθιέρωση της απλής αναλογικής ως σταθερού εκλογικού συστήματος. Διεύρυνση των συμμετοχικών διαδικασιών με δημοψηφίσματα και ενθάρρυνση της νομοθετικής πρωτοβουλίας από τους πολίτες.
ü  Κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Ανακαθορισμός της ρύθμισης που αφορά στην ασυλία των βουλευτών.

Κλείνοντας αυτή την πρώτη παρέμβαση της Δημοκρατικής Αριστεράς θέλω να εκφράσω την πεποίθησή μου πως η αλλαγή του πολιτικού συστήματος είναι ζήτημα που αφορά εξ΄ορισμού την κοινωνία. Μόνον εάν οι αλλαγές γίνουν κτήμα της κοινωνίας και ικανοποιήσουν το εκπεφρασμένο αίτημά της για ριζικές αλλαγές θα αναζωογονήσουν την δημόσια σφαίρα και την πολιτική ζωή.
Το πολιτικό σύστημα δεν θα εξυγιανθεί μόνο μέσα από θεσμικές αλλαγές αν δεν υπάρξουν πράξεις που θα δείχνουν αναστροφή πορείας σε κρίσιμα θέματα. Πυγμή σε ό,τι παραβιάζει το δημόσιο συμφέρον. Να προχωρήσει ο έλεγχος του «πόθεν έσχες». Να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή. Να εξαλειφθούν τα κυκλώματα διαφθοράς στις δημόσιες συμβάσεις και στις δημόσιες δαπάνες.
Πολλές φορές η ιστορία έχει δείξει πως, σε περιόδους κρίσης, εμφανίζονται αυταρχικές επιλογές. Εμείς, στον αντίποδα, διεκδικούμε τη διεύρυνση της δημοκρατίας, την ισχυροποίηση των θεσμών, την αναδιάταξη της διοίκησης, την προστασία των δικαιωμάτων.
Αυτή είναι η δική μας πρόταση και διεκδίκηση.